ΠΡΩΤΗ ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1956
Μικρό απάνθισμα από την ζωή ενός μαθητή στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου Άρτας
του Χρήστου Ντάλα
Σε λίγες μέρες θα χτυπήσουν τα πρώτα κουδούνια στα σχολεία. Τρεχάματα για εγγραφές, για αγορές βιβλίων, κάποιοι για να νοικιάσουν σπίτι κοντά στο σχολείο τους. Γονείς, δάσκαλοι και μαθητές, πρωτάκια και μεγαλύτεροι επί ποδός πολέμου για την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Θέματα των ημερών που βράζουν τα ελληνοτουρκικά, το ενεργειακό, τα ουκρανικά, η «μετωπική» για τις παρακολουθήσεις. Μια παραφωνία αυτό το σημείωμα, που θα ασχοληθεί με σχολεία και μαθητές. Ακόμη περισσότερο της μακρινής δεκαετίας του 50.
Στο βιβλίο του Γ. Καλπούζου «Ότι αγαπώ είναι δικό σου» – ίσως αυτοβιογραφικό – ο ήρωας του μυθιστορήματος, το 1974 από ένα ορεινό χωριό πήγε στο γυμνάσιο της πόλης. Νύχτα στην καρότσα ενός φορτηγού για ζώα κατέβηκε στην Άρτα να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Γλαφυρή περιγραφή της εντύπωσης από την πόλη που πρώτη φορά έβλεπε, τα μαγαζιά, τις μυρμηγκιές των ανθρώπων, τον όγκο του δίπατου γυμνασίου.
Δεκαοχτώ χρόνια νωρίτερα ένας άλλος μαθητής από ένα πιο μακρινό χωριό έκανε την ίδια διαδρομή για την πρώτη τάξη του ίδιου Γυμνασίου Άρτας.
Το αυτοκίνητο που γινόταν η συγκοινωνία με τα ορεινά (καρνάβαλος) με επιβάτη στο καπό στη γέφυρα Καλεντίνης
Εγγραφή στο Γυμνάσιο
Τότε για να μπούμε στο Γυμνάσιο δίναμε εξετάσεις. Με το απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου Τραπεζακίου, Διστράτου στην Άρτα για εισαγωγικές εξετάσεις.
Η συγκοινωνία με την Άρτα. Το 1956 υπήρχε αμαξιτός χωματόδρομος που συνέδεε την Άρτα με τα Δυτ. Τζουμέρκα: Άρτα, Πλατανόρεμα, Καλεντίνη, Ανεμορράχη, Ράμια, Συρτωμένο. Ένα παρακλάδι: Δίστρατο (Πιστιανά Παλαιάς Ελλάδας τότε), Φτέρη, Λεπιανά, Γραικικό εξυπηρετούσε τα παραποτάμια χωριά. Ο λεγόμενος δρόμος μια πρόχειρη διάνοιξη γεμάτη λακκούβες , χωρίς έστω ένα χαλίκι, που τον χειμώνα γινόταν συνεχής λασπόδρομος με λιμνούλες νερό.
Μετά τον πόλεμο η συγκοινωνία γινόταν με φορτηγά, συνήθως με σκεπασμένη καρότσα, όπου μπαίναν οι άνθρωποι με τα πράγματά τους, όχι σπάνια και τα ζώα. Μετά το 50 μπήκαν κάποια κυβοειδή κλειστά αυτοκίνητα που τα λέγαν «μπούγλες» εξαιτίας του σχήματος, είτε «καρνάβαλους» επειδή έκαναν πολύ φασαρία. Λέγαν ότι τα χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στον πόλεμο της ερήμου επί Ρόμελ. Στα αυτοκίνητα αυτά επτά θέσεων στριμωχνόντουσαν τουλάχιστον διπλάσιοι επιβάτες. Αρκετοί ακόμη πιασμένοι στο φτερό και πάνω στο καπό μαζί τα πράγματα, μπορεί με κάποιο κατσίκι. Οι εξωτερικές θέσεις πάντως, είχαν και προνόμιο τον πλήρη εξαερισμό, τους πάνω δε ξεσκόνιζαν και τα χαμηλά κλαδιά από τα δένδρα εκατέρωθεν του δρόμου! Ονομαστός ο καρνάβαλος του Ντίνου Αναγνωστάκη από τα Πολύτσανα, ο οποίος κάποιες φορές για να κλείσει τις πόρτες έσπρωχνε και κάποιους με τα πόδια. Εμείς στο Δίστρατο για να πάρουμε αυτό το αυτοκίνητο, που ερχόταν από τα Λεπιανά από το πρωί, περιμέναμε ώρες και κάποιες φορές δεν μας έπαιρνε επειδή δεν χωρούσε ότε έναν ακόμα.
Από αυτές τις δυσκολίες, αλλά κυριότερα για να γλυτώσουν το εισιτήριο (δέκα δραχμές νομίζω), πολλές φορές το ταξίδι στην Άρτα γινόταν με τα πόδια.
Στην Άρτα για εξετάσεις. Πρώτη φορά ταξίδεψα στην Άρτα με τα πόδια, 5-6 ώρες δρόμο, για να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Στο Θεοτοκιό είδα πρώτη φορά ΙΧ αυτοκίνητο, το οποίο μας προσπέρασε με μια ταχύτητα που μου φάνηκε αστραπιαία. Μεγάλη εντύπωση από την πόλη, με σπίτια, δρόμους όλα θεόρατα.
Οι εξετάσεις στο γυμνάσιο Αρρένων κάτω από την πλ. Κιλκίς. Πριν την είσοδο μαζί μας και ο δάσκαλός μου Γ. Νάσης – έδινε και η κόρη του και συμμαθήτρια μου εξετάσεις. Τελειομανής ο δάσκαλος, τελευταίες συμβουλές για τα μαθήματα αλλά και για την συμπεριφορά μας, πως θα κοιτάζαμε, τι θα λέγαμε, να μην δείχνουμε …
Κάποιος μας έφερε τα αποτελέσματα στο χωριό και τον Σεπτέμβρη μαθητής στην πρώτη τάξη του Β΄ Γυμνασίου αρρένων Άρτας.
Β΄ Γυμνάσιο Άρτας (περί το 1960). Παρέλαση της Αγίας Θεοδώρας σε έξι σειρές
Από τη ζωή στην πόλη
Στην Άρτα έμενα στη συνοικία του Αγίου Θεόδωρου (Αη Θόδωρου) στα βόρεια της πόλης. Ο Αη Θόδωρος ήταν ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο πάνω στο προϊστορικό κυκλώπειο τείχος από κάτι ογκόλιθους δέκα κυβικών ο καθένας. Το τείχος αυτό φαίνεται πολύ καλά από τον κόμβο εισόδου της Άρτας. Λίγο βόρεια το πιο γνωστό εξοχικό κέντρο «Ο Κρυστάλλης» με πολύ κοντά του την προτομή του ποιητή. Από κάτω βαθιά η κοίτη του Άραχθου, όπου το καλοκαίρι από κάτι ψηλές πέτρες ρίχναμε και καμιά βουτιά. Το χειμώνα με τις μεγάλες κατεβασιές στο μέρος αυτό μαζεύονται από όλη την πόλη να απολαύσουν το άγριο θέαμα του ποταμού «άκρη σ’ άκρη» με μεγάλα κύματα «καβάλες» στη μέση.
Στην καλύβα του Τσουβάλα. Στην πρώτη τάξη έμενα στην καλύβα του Τσουβάλα, λίγο πάνω από τον Αη Θόδωρο. Ο Τσουβάλας από το χωριό είχε ένα οικόπεδο, όπου μετά την κατοχή έχτισε ένα σπιτοκάλυβο με δυο μικρά δωμάτια, ένα από τα οποία νοικιάσαμε. Η κατασκευή εντελώς πρόχειρη με τοίχους από τσατμά (κλαδιά με λάσπη). Ο τσατμάς είχε παλιώσει και σε κάποια πλευρά κάποτε είχε μια τρύπα, την οποία ενίοτε χρησιμοποιούσα σαν εναλλακτική είσοδο!
Μαζί και μια γιαγιά – νόνα από το σπίτι στο χωριό για τις δουλειές.
Το όποιο μαγείρεμα γινόταν στη γκαζιέρα που έκαιγε πετρέλαιο και έτσι το δωμάτιο πάντα μύριζε πετρέλαιο. Από την γκαζιέρα και η όποια θέρμανση τον χειμώνα, την οποία πάντως κυρίως είχαν αναλάβει οι φλοκάτες που κατεβάζαμε από το χωριό. Για τουαλέτα ένα πρόχειρο τσαντίρι πάνω σε ένα λάκκο στην άκρη του οικοπέδου.
Φαγητό από το χωριό με το καλάθι. Λεφτά για το μαγειρείο δεν υπήρχαν. Το καθημερινό φαγητό μας το στέλναν από το χωριό με ένα καλάθι. Γέμιζαν το καλάθι με ότι θα τρώγαμε στο χωριό και στέλναν στην Άρτα. Βασικό το ψωμί μπομπότα από καλαμπόκι με προσφάι συνήθως, πρέντζα από το ξυνόγαλο, κάποιες φορές και λίγο βούτυρο. Τυρί στο χωριό ήταν σπάνιο επειδή από το γάλα βγάζαν το βούτυρο που ήταν πιο απαραίτητο. Αυγά δεν περίσσευαν επειδή ήταν ανταλλακτικό είδος για τα μικροψώνια στον μπακάλη. Κοτόπουλο ή άλλο κρέας ήταν είδος πολυτελείας, μόνο για τις μεγάλες γιορτές και τους γάμους.
Μέρα παρά μέρα γέμιζαν το καλάθι και το κλείναν από πάνω ράβοντας πρόχειρα ένα πανί όπου γράφαν και τον παραλήπτη. Πηγαίναν πρωί πρωί στο δρόμο και το παράδιναν στον «καρνάβαλο» μαζί με 1-2 δραχμές κόμιστρο. Το καλάθι παραλαμβάναμε από το «πρακτορείο» στην είσοδο της Άρτας απέναντι από το Μονοπώλιο αλατιού και πετρελαίου, όπου τερμάτιζαν τα αυτοκίνητα από τα ορεινά και παραδίναμε τα άδεια καλάθια να τα επιστρέψουν στο χωριό. Που βρίσκαμε τον χρόνο να περιμένουμε και να μεταφέρουμε τα καλάθια, πως τα βολεύαμε με τα μαθήματα είναι κάποιες λεπτομέρειες.
Μέσα στο καλάθι συνήθως και κάποιο σημείωμα από τη μάνα μου, αυτό ήταν το ταχυδρομείο μας. Μια μέρα που η μάνα ήταν λεχώνα το σημείωμα έγραψε η μικρότερη αδελφή μου που ήταν στο δημοτικό. Πλήρης αναφορά για τα χωράφια, τα ζώα, τις κότες που έφαγε η αλεπού, ποιο γέννησε, και στο τέλος μια λεπτομέρεια «Η μάνα μας έκανε μία αδελφούλα»!
Τις γιορτές στο χωριό. Χριστούγεννα, Πάσχα, κάποιες φορές και αποκριές, ανεβαίναμε στο χωριό συνήθως με τα πόδια. Ακολουθούσαμε τον αμαξιτό δρόμο με παρακάμψεις για να συντομεύσουμε την απόσταση. Μετά το Πλατανόρεμα ανεβαίναμε από ένα μονοπάτι την ράχη του Αη Νικόλα αποφεύγοντας έτσι τις πολλές στροφές του δρόμου. Στη συνέχεια κόβαμε δρόμο περνώντας το ποτάμι της Καλεντίνης και βγαίναμε στα Μπαρτζωκαίϊκα στην είσοδο του Διστράτου. Έτσι μειώναμε το δρόμο σε 3-4 ώρες, είμαστε και παιδιά τότε. Στο δρόμο μπροστά και πίσω παρέες από άλλα χωριά που κάναν το ίδιο δρομολόγιο. Σφυρίγματα, τραγούδια, καλαμπούρια, έμοιαζε λίγο με γιορτή.
Γρήγορα μπήκαμε στην πιο δημοφιλή διασκέδαση της Άρτας. Κάθε Κυριακή βόλτα στην οδό Σκουφά. Δύο τρεις ώρες πάνω κάτω. Εκεί τα λέγαμε με την παρέα μας, χαιρετούσαμε τους άλλους, βλέπαμε τα κορίτσια που κάναν βόλτα. Οι παρέες μόνο αγόρια ή κορίτσια ελάχιστες οι εξαιρέσεις. Για τους μαθητές φυσικά η πρέπουσα περιβολή καπέλο για τα αγόρια, ποδιά για τα κορίτσια και ο πρέπων χαιρετισμός με το χέρι στο γείσο του καπέλου!
Λίγο πολιτική. Οι μεγάλοι σπάνια κατέβαιναν στην Άρτα, συνήθως στον «Μουχούστη» για να πουλήσουν κάποιο ζώο. Οι Τραπεζακιώτες είχαν στέκι ένα καφενείο κοντά στον Παντοκράτορα. Ήταν όλοι αριστεροί και στις κουβέντες μονοπωλούσαν τα πολιτικά. Από τις θορυβώδεις συζητήσεις ακόμα έχω στα αυτιά μου κάποια ονόματα, Κολιγιάννης, Πορτσαλίδης, Δημητρίου. Μια φορά με στείλαν να αγοράσω μια εφημερίδα «αυτή που χαράζει», έτσι λέγαν συνθηματικά την «Αυγή». Παραγγελία να αναζητήσω τον δημοκρατικό εφημεριδοπώλη, τον Γιάννη, που επειδή ήταν πολύ κοντούλης τον λέγαν Γιαννάκη. Μόλις του φώναξα την εφημερίδα λίγο δυνατά μου ριξε ένα αυστηρό βλέμμα και μου έκανε νόημα να πάω κάπου απόμερα. Με μία ταχυδακτυλουργική κίνηση τράβηξε την εφημερίδα από τον πάκο, στον αέρα την δίπλωσε ώστε να μη φαίνεται ο τίτλος της και μου την παρέδωσε.
Βαποράκι. Ο παππούς μου ήταν της παρανομίας, μέσα σε όλα τα λαθραία, ένα είδος κοντραμπατζή. Μια από τις παρανομίες να κόβει λαθραία καπνό προσαρμόζοντας ένα λεπίδι σε ένα αυτοσχέδιο σύστημα, το «χαβάνι». Ήταν από τα αυστηρά απαγορευμένα με ποινή πολύχρονες φυλακίσεις και εξορίες. Οι χωροφύλακες τον ήξεραν και είχε πολλές ιστορίες με κυνηγητά και ενέδρες.
Στο Νεοχωράκι είχε κάποιους κουμπάρους και πήγαινε κάποιες φορές να τους κόψει καπνό ως δυο ώρες με τα πόδια από την Άρτα. Επιστρατευόμουν τότε ως βοηθός κουβαλώντας ένα καλάθι με τα σύνεργα και στην επιστροφή επί πλέον λίγο καπνό. Στο πήγαινε και στο έλα περπατούσαμε στην άκρη της εθνικής οδού σε απόσταση 200 μ. για να δίνουμε λιγότερο στόχο. Έτσι έχω εμπλουτίσει το βιογραφικό μου και σαν «βαποράκι»!
Β΄ Γυμνάσιο Άρτας (περί το 1960). Παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στην οδό Σκουφά
Από τη ζωή στο γυμνάσιο
Το γυμνάσιο αρρένων ήταν το ωραίο πέτρινο κτίριο κάτω από την πλατεία Κιλκίς (τότε το μοιραζόταν με κάποιο Δημοτικό σχολείο). Το θηλέων στεγαζόταν σε ένα στρατιωτικό τολ από ημικυκλική λαμαρίνα (παράγκα το λέγανε) κοντά στην Αγία Θεοδώρα.
Το αγόρια υποχρεωτικά φορούσαν μαύρο περίπου στρατιωτικό πηλίκιο και στην αγορά χαιρετούσαν τους καθηγητές όπως στο στρατό. Τα κορίτσια φορούσαν μαύρες ποδιές (καρακάξες τις λέγαμε, ήταν πάντως πανέμορφες). Η παραπάνω περιβολή τηρούνταν αυστηρά. Από τις συνηθέστερες αιτίες αποβολής (που ήταν η πιο αυστηρή τιμωρία) για τα αγόρια ήταν ότι «εθεάθη ασκεπής».
Αγορά των βιβλίων. Για τα βιβλία, τις πρώτες μέρες της χρονιάς στην αυλή του γυμνασίου γινόταν ένα ιδιότυπο παζάρι. Οι μαθητές πουλούσαν τα βιβλία της προηγούμενης χρονιάς και με τα λεφτά αγόραζαν της επόμενης. Δεν θυμάμαι κανένα μας να αγοράζει βιβλία από το βιβλιοπωλείο. Ο συνηθισμένος τζίρος από την πώληση όλων των βιβλίων ήταν περί τις 30 δραχμές. Αυτοί που ήταν καλοί στα παζάρια κατάφερναν από την αγοραπωλησία να τους μείνουν έως 5 δραχμές. Εγώ δεν τα κατάφερνα και συνήθως κάτι τσοντάριζε ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Πολλά από τα βιβλία είχαν χρησιμοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια από πέντε και δέκα μαθητές. Συνηθισμένο στις σελίδες σημειώσεις, στίχοι από τραγούδια, «θρύλε ολυμπιακέ», «Μαρία σ’ αγαπώ». Έτσι, το βιβλίο πέραν της γνώσης του μαθήματος πρόσφερε και κάποια κοινωνική ενημέρωση!
Από τα εξωσχολικά αναγνώσματα πρώτο «Ο Μικρός Ήρωας» με το ηρωικό ελληνόπουλο που κατατρόπωνε τους Γερμανούς. Ακολουθούσαν ο Ταρζάν και Γκαούρ με τους πιτσιρικάδες να έχουν χωριστεί σε δύο ομάδες. Τα περιοδικά αυτά ανταλλάσσαμε μεταξύ μας.
Μία μέρα στο σχολείο. Η πρώτη τάξη του Β΄ Γυμνασίου Άρτας είχε 70-80 μαθητές. Καθόμαστε σε θρανία ανά τέσσερεις, θυμάμαι τα ονόματα των τεσσάρων συμμαθητών του θρανίου μου της πρώτης τάξης. Απουσιολόγος ο καλύτερος μαθητής, δεν θυμάμαι όμως να γίνονται απουσίες ούτε και όριο που να μετρούσαν στο τέλος της χρονιάς. Στην αυλή του σχολείου δύο μπασκέτες και ένας φιλές βόλεϊ – εμείς από τα χωριά πρώτη φορά τα βλέπαμε – όπου στα διαλείμματα γινόταν κάποιο παιχνίδι. Τα αθλήματα αυτά πάντως ήταν σε υποτυπώδη κατάσταση, ούτε υπήρχε στην Άρτα κάποιος σχετικός σύλλογος, αντίθετα με το ποδόσφαιρο. Γυμναστική κάναμε γυμνοί από τη μέση και πάνω χειμώνα – καλοκαίρι. Τόπος γυμναστικής η αυλή του σχολείου, συνηθέστερα όμως η πλατεία Κιλκίς για να μην ενοχλούνται οι αίθουσες διδασκαλίας, με τους γυμναστές να κάνουν και λίγο κόρτε στην πόλη. Η πλατεία Κιλκίς είχε τότε άλλη μορφή με σταθερό το καφενείο στην κορυφή της που τότε ανήκε στον Βίκτωρα Σακκά.
Το γυμνάσιο Άρτας και για τα τότε μέτρα πολύ βέβαια περισσότερο τα σημερινά – θεωρούνταν από τα αυστηρά. Αν θυμάμαι καλά, στα αποτελέσματα του Ιουνίου 40 πέρασαν, 30 κόπηκαν και 35 έμεινα ανεξεταστέοι.
Β΄ Γυμνάσιο Άρτας (περί το 1960). Γυμναστικές επιδείξεις στο γήπεδο με φόντο την Βαλαώρα
Φανατικοί στο ποδόσφαιρο. Αγάπη μας το ποδόσφαιρο, περισσότερο εμείς από τα χωριά που πρώτη φορά βλέπαμε γήπεδα και ομάδες. Στην Άρτα υπήρχε πληθωρισμός ομάδων, Παναμβρακικός, Αετός και Ολυμπιακός. Βεντέτες της εποχής από τον Παναμβρακικό ο Τζαχρήστας (Μπεκεμπάουερ), ο Πριόβολος (χαφ), ο Ζέρβας (σέντερ φορ, γκολτζής) και από τον Αετό ο Αμβράζης (χαφ), ο Ρέντζος (εξτρέμ). Μαζί με δύο ομάδες της Πρέβεζας, τρεις των Ιωαννίνων και μία της Λευκάδας συμμετείχαν στο περιφερειακό πρωτάθλημα Ηπείρου. Κάθε πόλη τότε είχε το δικό της διαιτητή για κάποιους από τους αγώνες στην έδρα της, στην Άρτα συνήθως είχαν τον Βίκτωρα Σακκά. Οι Αρτινοί, όταν προς το τέλος του αγώνα, χρειάζονταν κάποιο γκολ, θεωρούσαν κεκτημένο ένα πέναλτυ από τον διαιτητή τους και το ζητούσαν επίμονα «Βίκτωρα το πέναλτυ»!
Πηγαίναμε νωρίς στο γήπεδο και προσπαθούσαμε να περάσουμε δίπλα σε κάποιον μεγάλο με εισιτήριο σαν το μικρό παιδί που είχε μαζί του. Αν δεν τα καταφέρναμε υπήρχε η Βαλαώρα. Πάνω από το γήπεδο το πετροβούνι ήταν κάπως απότομο και σχημάτιζε κάτι σαν μακρινή εξέδρα. Εκεί μαζεύονταν οι τζαμπατζήδες και συμμετείχαν με φωνές σαν να ήταν στις κερκίδες μέσα στο γήπεδο.
Στο Πετροβούνι φύτρωναν οι μπότσκες ένα φυτό με φύλλα σαν του κρίνου με μεγάλο βολβό. Πιάνοντας τα από τα φύλλα ξεριζώνονταν εύκολα και μπορούσαμε να το πετάξουμε σαν σφύρα. Η απειλή προς τον διαιτητή που θεωρούσαν ότι αδικούσε την ομάδα ήταν ότι «θα φάει μπότσκα στο κεφάλι».
Τρέλα για τον κινηματογράφο. Αγάπη μας επίσης ο κινηματογράφος. Η Άρτα τότε είχε δύο κινηματογράφους, τον ΟΡΦΕΑ του Βασ. Τσολιά και το ΠΑΛΛΑΣ του Αντ. Στρατή. Για τους μαθητές ήταν απαγορευμένες αυστηρά οι κανονικές παραστάσεις. Επιτρέπονταν μόνο ταινίες εγκεκριμένες από το Γυμνάσιο σε ειδική για τους μαθητές προβολή με δύο δραχμές εισιτήριο. Καλό σημάδι όταν βλέπαμε τους αιθουσάρχες να έρχονται στο γυμνάσιο εκθειάζοντας την ταινία – «κολοθός – κολοθός» έλεγε ο Β. Τσολιάς – και περιμέναμε τα καλά νέα από την κουβέντα με τον γυμνασιάρχη. Τα επιτρεπόμενα έργα ήταν σχεδόν αποκλειστικά γουέστερν (Τζων Γουέιν, Γκάρυ Κούπερ κτλ.) με πολύ χειροκρότημα στο τέλος όταν οι καουμπόηδες σκότωναν τους Ινδιάνους!
Μια απεργία
Τότε για την εγγραφή μας σε κάποια τάξη του Γυμνασίου πληρώναμε ένα σημαντικό ποσό, νομίζω 300 δραχμές. Ιδιαίτερα στα ορεινά χωριά, όπου τρώγαμε ότι παράγαμε και τα λεφτά ήταν ελάχιστα, ο ετήσιος προϋπολογισμός σε λεφτά για κάθε οικογένεια συνήθως δεν ξεπερνούσαν τις 1000 δραχμές. Έτσι η εγγραφή του παιδιού στο γυμνάσιο ήταν η μεγαλύτερη οικονομική αιμορραγία για το σπίτι.
Κάπου στην πρώτη τάξη συζητιόταν να αυξηθεί το ποσό εγγραφής μέχρι τις 800 δραχμές.
Η απεργία, αν είχε γίνει ποτέ στην Άρτα, ήταν κάτι το πολύ σπάνιο, για μας δε εντελώς άγνωστη και σαν λέξη.
Κάποια μέρα λίγο πριν την είσοδο στο γυμνάσιο βρήκαμε παραταγμένους κάποιους από την τελευταία τάξη, τους «ογδοΐτες» – δεν ξέρω από που οργανωμένοι – να μας λένε γίνεται απεργία. Δεν θα πάμε μας είπαν στο σχολείο αλλά θα μαζευτούμε στο λόφο του στρατώνα. Μαζευτήκαμε, κάποιος από τους μεγάλους έβγαλε ένα μικρό λόγο, άλλος σκάρωσε ένα ποίημα «Εμείς όπου πεθαίνουμε μόνο για μια δεκάρα τώρα μας υποχρέωσαν για μια οχτακοσάρα». Κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες ότι θα κάνουν έφοδο οι γυμναστές, που τότε ήταν και λίγο παιδονόμοι και αμέσως διαλυθήκαμε τρέχοντας.
Δεν ξέρω αν εφαρμόστηκε το μέτρο, ίσως όχι. Ήταν πάντως η πρώτη μας επαφή με κάποια άλλα προβλήματα, κάτι σαν μια απότομη ενηλικίωση.
Β΄ Γυμνάσιο Άρτας (περί το 1960). Γυμναστικές επιδείξεις εφαρμοσμένο άλμα στο εφαλτήριο υπό τα βλέμματα των γυμναστών Άρη Γαλανού και Θόδωρου Μποτσώλη