ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 21

Η σφαγή των Φιλελλήνων στο Πέτα

 

Του Χρ. Ντάλα

 

Τι είναι αυτό που η μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822 αφήνει ανοικτούς λογαριασμούς με την ιστορία; Προφανώς όχι σαν μία από τις πολλές χαμένες μάχες του 21. Είναι ότι πλανάται η βαριά σκιά της προδοσίας.

 

Αναπαράσταση της μάχης του Πέτα. Έργο του Παναγ. Ζωγράφου καθ’ υπόδειξη του Στρατηγού Μακρυγιάννη.

Αναπαράσταση της μάχης του Πέτα. Έργο του Παναγ. Ζωγράφου καθ’ υπόδειξη του Στρατηγού Μακρυγιάννη.

 

Η προς την Ήπειρο εκστρατεία του 1822 ήταν μια κακοσχεδιασμένη επιχείρηση από μια ανύπαρκτη κυβέρνηση με ανίδεους αρχηγούς σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να βηματίσει σαν ένα οργανωμένο κράτος. Στο φόντο της εκστρατείας οι μωροφιλοδοξίες των ηγητόρων, τα καπετανάτα των οπλαρχηγών και οι Φιλέλληνες. Οι Φιλέλληνες με πολλή αγάπη για μια Ελλάδα που υπήρχε μόνο στο μυαλό τους, με πολλές ικανότητες στον πόλεμο εκτός από αυτόν που διεξαγόταν τότε στην Ελλάδα, με τις μεταξύ τους έριδες με ρίζες από τις πατρίδες τους. Τελικά η τραγική κατάληξη των Φιλελλήνων ήταν αποτέλεσμα μόνο κακού σχεδιασμού, στον οποίο μετείχαν και οι ίδιοι, ή μήπως τους «δώσαμε» στους Τούρκους;

Έγινε προσπάθεια να ανασυντεθεί η εκστρατεία κυρίως από ημερολόγια και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων που ακολούθησαν την εκστρατεία και από τους λίγους που γύρισαν για να την διηγηθούν.

  1. Το ιστορικό πλαίσιο και οι Φιλέλληνες

Το χειμώνα του 1821 η οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να κινητοποιεί τον στρατιωτικό μηχανισμό για να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση.

Μνημείο Φιλελλήνων στο Πέτα

Μνημείο Φιλελλήνων στο Πέτα

 

Τον Ιανουάριο του 1822 πρόεδρος του Εκτελεστικού αναδείχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Δημ. Υψηλάντης ανέλαβε την προεδρία του Βουλευτικού, αξίωμα περισσότερο τιμητικό, χωρίς ουσιαστικές εξουσίες.

Ο πόλεμος κατά των Τούρκων δυναστών γινόταν από άτακτα στρατεύματα που διοικούσαν λαϊκοί ηγέτες. Συγκρότηση τακτικών μονάδων ήταν αδύνατη. Δεν υπήρχαν πόροι, ούτε δημόσιο Ταμείο, η Κυβέρνηση δεν ασκούσε εξουσία. Αδύνατο να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα το στρατιωτικό σύστημα και η μέθοδος πολέμου των ευρωπαϊκών χωρών.

Από το χειμώνα του 1821 ο Μαυροκορδάτος είχε στρέψει την προσοχή του προς τη Δυτική Ελλάδα που κινδύνευε να κατακλυσθεί από τους Τουρκαλβανούς. Έπρεπε να ενισχυθούν οι Σουλιώτες για να σταθεροποιήσουν την αντίσταση στα βουνά τους. Η εκστρατεία στην Ήπειρο φαινόταν απαραίτητη.

Μ’ όλο που δεν είχε καμία στρατιωτική πείρα, εξυπηρετώντας και προσωπικές του φιλοδοξίες, αποφάσισε να τεθεί επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος για μια πολεμική επιχείρηση στην Ήπειρο με αντικειμενικό σκοπό την αναχαίτιση των οθωμανικών δυνάμεων που θα κατέβαιναν από τα Γιάννενα, καθώς και την κατάληψη της Άρτας.

Οι Φιλέλληνες στο εκστρατευτικό σώμα

Ο Φιλελληνισμός στην Ευρώπη είχε την αφετηρία του στις κλασικές σπουδές και τα κλασικά πρότυπα ιδιαίτερα στη Γερμανία. Αυτή η ιδεαλιστική και ρομαντική συγχρόνως κίνηση με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης παρέσυρε τα αισθήματα του πολιτισμένου κόσμου για την απελευθέρωση των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό.

Η κυριότερη όμως έκφραση του Φιλελληνισμού ήταν η συρροή εθελοντών για τον αγώνα, από τις πρώτα ακόμη μέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Παλαίμαχοι στρατιώτες των Ναπολεόντειων πολέμων από διάφορες χώρες, αντίθετοι μάλιστα μεταξύ τους Γάλλοι και Γερμανοί κυρίως αλλά και Ιταλοί, Πολωνοί, Ολλανδοί και άλλοι, καθώς και ενθουσιώδεις νέοι φοιτητές ιδεολόγοι κατέβηκαν στην Ελλάδα να πολεμήσουν τους Οθωμανούς για την ελευθερία των Ελλήνων.

Στην Κόρινθο όπου είχε εγκατασταθεί η Κυβέρνηση συγκεντρώθηκαν αρχές του 1822 μερικές εκατοντάδες ξένοι εθελοντές αξιωματικοί. Όλοι άνεργοι και απογοητευμένοι. Είχαν αποβιβασθεί στην Καλαμάτα, στο Ναυαρίνο, στο Μεσολόγγι, στην Ύδρα σίγουροι πως οι Έλληνες θα τους υποδέχονταν με ευγνωμοσύνη και πως αμέσως θα αναλάμβαναν διοικήσεις. Στην Κόρινθο πλήρης απογοήτευση από την κυβέρνηση, η πόλη σωρός ερειπίων, οι κάτοικοι είχαν φύγει και κουκουβάγιες κούρνιαζαν στα σπίτια.

Στα μέσα Μαΐου οι εθελοντές οργανώθηκαν σε ένα τάγμα από δύο λόχους των 50 ανδρών.

Ο πρώτος λόχος από Γάλλους και Ιταλούς με επικεφαλής τον Γενοβέζο Ανδρέα Ντάνια, ο δεύτερος κυρίως από Γερμανούς με επικεφαλής τον Ελβετό Σεβαλιέ. Εντάχθηκαν και μερικοί Έλληνες της Διασποράς. Ο Ντάνια, που ορίστηκε και προσωρινός διοικητής των ξένων εθελοντών, ένας παράφορος χαρακτήρας που έγινε δεσπόζουσα φυσιογνωμία της εκστρατείας.

Η κυβέρνηση κρατούσε από τον έλεγχό της μόνο το σύνταγμα των τακτικών έως 300 άνδρες υπό τον συνταγματάρχη Ταρέλλα. Ήταν κυρίως πρόσφυγες από τουρκοκρατούμενες περιοχές ρακένδυτοι και πειναλέοι με στελέχωση από ξένους αξιωματικούς, κυρίως Ιταλούς των αποτυχημένων επαναστατικών κινημάτων.

Νόρμαν. Γερμανός στρατιωτικός (1784-1822). Πολέμησε στους Ναπολεοντείους πολέμους. Αρχηγός τους επιτελείου του εκστρατευτικού σώματος. Τραυματίστηκε στη μάχη του Πέτα και πέθανε λίγους μήνες μετά στο Μεσολόγγι.

Νόρμαν. Γερμανός στρατιωτικός (1784-1822). Πολέμησε στους Ναπολεοντείους πολέμους. Αρχηγός τους επιτελείου του εκστρατευτικού σώματος. Τραυματίστηκε στη μάχη του Πέτα και πέθανε λίγους μήνες μετά στο Μεσολόγγι.

 

Στο επιτελείο των δυνάμεων της εκστρατείας, στην οποία εκτός των τακτικών θα έπαιρναν μέρος 2.000 Μωραΐτες, 300 Σουλιώτες καθώς και αρματωλοί Ακαρνανίας, Αιτωλίας και Ηπείρου, επικεφαλής ορίστηκε ο Συνταγματάρχης Νόρμαν.

 

  1. Οδοιπορικό του εκστρατευτικού σώματος Κόρινθος – Πέτα

Το οδοιπορικό του εκστρατευτικού σώματος παρακολουθούμε κυρίως από το ημερολόγιο του γιατρού Ταγματάρχη Elster (Έλστερ), που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Το τάγμα των Φιλελλήνων», του Γάλλου λοχαγού Rayband (Ραιμπώ) που είχε τοποθετηθεί στο επιτελείο του Μαυροκορδάτου, συγγραφέα του βιβλίου «Αναμνήσεις από την Ελλάδα» του Ιταλού αξιωματικού Brengeri και άλλων. Από τα παραπάνω συγγράμματα αναδεικνύεται μια τοιχογραφία της Ελλάδας του 21, της οποίας ελάχιστα μόνο στοιχεία χωράνε στο παρόν άρθρο.

Αφού ολοκληρώθηκε η οργάνωση των εθελοντών, γράφει ο Ραιμπώ, τα δύο σώματα, το σύνταγμα των τακτικών και το τάγμα των φιλελλήνων, συγκεντρώθηκαν στα ριζά του Ακροκορίνθου για την παραλαβή των σημαιών.

«Έβλεπες στην ίδια γραμμή και με την εθνική στρατιωτική στολή, τον φιλέλληνα του Σηκουάνα και του Τάγου, του Βιστούλα και του Τίβερη, του Δούναβη και του Ηριδανού, του Νείλου και του Βορυσθένη, (Δνείπερο) τέκνα της Προποντίδας και του Βοσπόρου, αλλά και της Βαλτικής και του Ζουιντερζέε (περιοχή της Ολλανδίας). Έβλεπες τους νικητές και τους νικημένους του Αούστερλιτς, που ήρθαν να βοηθήσουν ένα καταπιεσμένο έθνος για να συντρίψει τα δεσμά του».

Στις 26 Μαΐου 1822 το σώμα των φιλελλήνων μπαρκάρισε σε μερικά καΐκια, που γλύτωσαν από την καταστροφή του γαλαξιδιώτικου στόλου, για να μεταφερθεί στη Βοστίτσα (Αίγιο) και να αποφύγει την ταλαιπωρία της οδοιπορίας. Το σύνταγμα των τακτικών, ο Μαυροκορδάτος, οι αξιωματικοί του επιτελείου, ο Μάρκος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες του, ένας λόχος Ζακυνθινών, οι Κεφαλλονίτες υπό τον Πανά και μερικές εκατοντάδες Μωραΐτες θα πεζοπορήσουν.

Από τη Βοστίτσα πεζοπορώντας έφθασαν στην Πάτρα όπου ελληνικά στρατεύματα υπό τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά συνέχιζαν την πολιορκία του κάστρου.

Στην Πάτρα επιβιβάσθηκαν σε οχτώ βρίκια και στις 2 Ιουνίου έφθασαν στο Βασιλάδι. Το εκστρατευτικό σώμα βγήκε στο Μεσολόγγι με μονόξυλα.

Σε ολόκληρη την εκστρατεία μονοπώλησαν οι διενέξεις μεταξύ των φιλελλήνων – κυρίως Γερμανών και Γάλλων απόηχο των ναπολεοντείων πολέμων. Ο Μαυροκορδάτος προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα, είχε όμως την υποψία ότι η στάση του ήταν φιλογαλλική εξαιτίας των σπουδών του στο Παρίσι. Οι παρεξηγήσεις συχνά κατέληγαν σε έντονες διενέξεις, συχνά και σε μονομαχίες, κάποιες από τις οποίες, όπως μία στο Κομπότι, με νεκρούς υπό τα όμματα των εμβρόντητων Ελλήνων.

Αναχώρησαν από το Μεσολόγγι στις 13 Ιουνίου για να συναντηθούν με τα άλλα ελληνικά σώματα στην κοιλάδα της Λάσπης (Οζερός). Ενώ περνούσαν το Ανατολικό (Αιτωλικό) έφθασε αγγελιοφόρος από το Σούλι με έκτακτο μήνυμα. Οι Σουλιώτες πολεμούσαν με εικοσαπλάσιες εχθρικές δυνάμεις και ζητούσαν επειγόντως βοήθεια.

Τελικά αποφασίσθηκε να πιάσουν θέση στο Κομπότι, όπου βρίσκονταν οι καπεταναίοι Γώγος Μπακόλας και Βαρνακιώτης. Στον κόρφο της αρχαίας Όλπης βρήκαν το «στόλο» του Αλήπασα – δύο μικρές κανονιοφόρους – που κυβερνούσε ο Ιταλός ναυτικός Bassano (Μπασάνο). Ύστερα από το θάνατο του Αλή δέχτηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους Έλληνες. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να μεταφέρει από την Όλπη στην Κόπραινα, σκάλα του χωριού Κομπότι, τα δύο κανόνια που είχε μαζί το σώμα και τις αποσκευές.

Γώγος Μπακόλας (1770-1826). Σαρακατσάνος στην καταγωγή, αρματωλός του Ραδοβυζίου. Οπλαρχηγός στην επανάσταση του 1821.

Γώγος Μπακόλας (1770-1826). Σαρακατσάνος στην καταγωγή, αρματωλός του Ραδοβυζίου. Οπλαρχηγός στην επανάσταση του 1821.

 

Έφθασαν στο Κομπότι, το παλιό τσιφλίκι του Μουχτάρ πασά. Το χωριό λεηλατημένο από τα μπουλούκια του Πεχλιβάν Μπαμπά πασά. Χαλάσματα και στάχτες. Όλη η περιοχή έρημη, τα χωράφια χέρσα, τα βάτα και οι αγκαθιές είχαν πνίξει τον τόπο. Οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στο Ξερόμερο και το Μεσολόγγι.

Στις 22 Ιουνίου η πρώτη μάχη στο Κομπότι. Φάνηκαν 500 – 600 Τούρκοι ιππείς. Οι άτακτοι Έλληνες τους αναχαίτισαν με πυκνό τουφεκίδι. Το σώμα των Τακτικών του Ταρέλλα κινήθηκε στα ριζώματα του λόφου δίπλα στο χωριό για ν’ αποκόψει το ιππικό. Σύγχυση ανάμεσα στους καβαλάρηδες. Αλλά λίγο πριν ολοκληρωθεί η κύκλωση οι Τούρκοι άρχισαν την υποχώρηση με πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.

Ύστερα από εισηγήσεις διαφόρων καπεταναίων αποφασίσθηκε η κατάληψη των υψωμάτων του Πέτα, που κυριαρχούσαν πάνω στον κάμπο της Άρτας. Ο Μαυροκορδάτος έστειλε επιτόπου τον Γερμανό αντισυνταγματάρχη Carl von Stietz (Στιτζ) για να μελετήσει το σχέδιο νέου στρατοπέδου. Στο μεταξύ η δύναμη του εκστρατευτικού σώματος συρρικνωνόταν από τις καθημερινές λιποταξίες εξαιτίας του κακού εφοδιασμού. Οι στρατιώτες δεν άντεχαν τις στερήσεις και γύριζαν στα χωριά τους. Η επιμελητεία, γράφει ο Ραιμπώ, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. «Μέρες συνέχεια μοίραζαν κρέας χωρίς ψωμί. Κι ύστερα, ολόκληρη βδομάδα, το συσσίτιο ήταν τέσσερες χούφτες χοντραλεσμένο καλαμποκάλευρο».

Η μεταστάθμευση στο Πέτα είχε σκοπό να προσελκύσει την προσοχή των Τούρκων σ’ αυτό το σημείο ώστε να διευκολυνθεί η προώθηση του σώματος του Μπότσαρη προς τα σουλιώτικα βουνά. Αν η εκστρατεία του Μπότσαρη ναυαγούσε η υποχώρηση προς το Πέτα θα είχε λιγότερους κινδύνους παρά στο Κομπότι. Αλλά η μετακίνηση κρίθηκε αναγκαία και για έναν άλλο λόγο. «Η συμπεριφορά του καπετάν Γώγου, που βρισκόταν στο Πέτα, προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες».

Για να εξουδετερώσει ο Γώγος τις υποψίες, γράφει ο Έλστερ, εφοδίαζε το τάγμα των φιλελλήνων με τρόφιμα και πολεμοφόδια. «Αλλά το σχέδιο του ήταν η καταστροφή του συντάγματος των Τακτικών και των ξένων εθελοντών. Είχε συμφωνήσει με τους Τούρκους και την τιμή: 50.000 γρόσια».

Έτσι στις 23 Ιουνίου Τακτικοί και Φιλέλληνες μετακινήθηκαν στο Πέτα. Ο στρατηγός Νόρμαν ακολούθησε το τάγμα των φιλελλήνων ενώ ο Μαυροκορδάτος εγκαταστάθηκε στη Λαγκάδα, έξι ώρες μακριά από το Πέτα, «για να φρουρήσει ο ίδιος τα στενά του Μακρυνόρους» όπως παρατηρείται ειρωνικά.

Μια σειρά από άτυχα γεγονότα ακολούθησαν την στρατοπέδευση στο Πέτα. Ο Μάρκος που είχε σπεύσει να βοηθήσει τους πολιορκημένους συμπατριώτες του στο Σούλι συνάντησε ισχυρή αντίσταση Τούρκων στα Πέντε Πηγάδια και παρά την ενίσχυση από τους Φιλέλληνες δεν μπόρεσε να προχωρήσει και επέστρεψε στο Πέτα. Στην Πλάκα δόθηκε επίσης μια άτυχη μάχη για τους Έλληνες με συμμετοχή των φιλελλήνων. Ο στολίσκος του Αμβρακικού βυθίστηκε από τους Τούρκους και ο Μπασάνο με τους ναύτες του πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης που με τους Μανιάτες του ήρθε να βοηθήσει του Σουλιώτες, σκοτώθηκε στο Φανάρι Θεσπρωτίας.

Στις 24 Ιουνίου έφθασε στο Πέτα σώμα Κεφαλλονιτών με εξήντα άνδρες. «Διοικητής τους ο ανδρείος νέος Σπύρος Πανάς, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Οι Κεφαλλονίτες ενώθηκαν με τους φιλέλληνες, αποφασισμένοι να μοιραστούν την τύχη τους για νίκη ή θάνατο».

Από το τέλος Ιουνίου ήταν γνωστή στον Νόρμαν και τους Έλληνες οπλαρχηγούς η πάνω από τρεις φορές αριθμητική υπεροχή των Τούρκων έναντι της δικής τους, η οποία δεν ξεπερνούσε τις 2000 άνδρες. Το χειρότερο όμως έλλειπε η ενότητα. Οι άτακτοι αρνούμενοι εξαρχής την σκοπιμότητα της εκστρατείας και δυσφορούντες για την τακτική να δοθεί μάχη παράταξης δεν ήταν αποφασισμένοι να πειθαρχήσουν για μια υπόθεση που την θεωρούσαν χαμένη. Και οι ολίγοι που έφθασαν, πλην εκείνων που ήταν φίλοι του Μαυροκορδάτου και Μπότσαρη, το έκαναν απρόθυμα. Εξάλλου και από φιλέλληνες ειδικούς κρινόταν ότι η θέση του Πέτα ήταν πολύ εκτεθειμένη και απόφαση να επιλεγεί για την σύγκρουση «θράσος στρατιωτικό». Η θέση του στρατηγείου του Μαυροκορδάτου στη Λαγκάδα 20 χλμ. μακριά είχε δυσκολίες, ιδίως εκείνη την εποχή, διεύθυνσης των στρατευμάτων και επικοινωνίας, η δε απουσία του αρχιστράτηγου αποφασιστική.

Την 3ην Ιουλίου όλες οι πληροφορίες έφερναν την επίθεση των Τούρκων για την άλλη  μέρα το πρωί. Το πρωί έγινε σύσκεψη στο σπίτι προεστού του Πέτα. Οι οπλαρχηγοί επανέλαβαν τις αντιρρήσεις να δώσουν μάχη σε ένα τόσο εκτεθειμένο μέρος με τον εχθρό να υπερτερεί κατά πολύ στις δυνάμεις. Ο Καραϊσκάκης επέμενε ιδιαίτερα να επιλεγεί άλλη θέση πιο ανώμαλη που δεν θα μπορούσε εύκολα να δράσει το εχθρικό ιππικό. Τελικά με διαφωνία των οπλαρχηγών επικράτησε η άποψη να δοθεί η μάχη στο Πέτα με τους ολιγάριθμους φιλέλληνες και τους τακτικούς μπροστά και τους ατάκτους στα μετόπισθεν.

Η απουσία του Μαυροκορδάτου την κρίσιμη αυτή στιγμή ήταν καθοριστική. Μετά τη σύσκεψη ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αναχώρησε για Πελοπόννησο προσκληθείς λέει από τον πατέρα του ένεκα εισβολής του Δράμαλη. Ο Γ. Καραϊσκάκης με τον Κουτελίδα και λίγους τζουμερκιώτες που είχαν μαζί τους ανεχώρησαν μέσω Ραδοβυζίου για τα Άγραφα.

 

  1. Η μάχη του Πέτα

Το χωριό Πέτα απλώνεται αμφιθεατρικά και επί της δυτικής πλευράς οροπεδίου, περίπου πέντε χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας. Κατά την επανάσταση ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια, στο οποίο κατοικούσαν περίπου 120 οικογένειες. Περίπου 300 μ. δυτικά του οικισμού, προς την πλευρά της Άρτας, μικρό οροπέδιο μήκους 600 – 700 μ. και πλάτους 50 – 150 μ. με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, με την θέση «Ταπια Φούζα» στο νοτιότερο άκρο του. Ο δρόμος που συνδέει με την Άρτα ανέρχεται με ελιγμούς από την κάτωθεν πεδινή περιοχή και καταλήγει στο βορειότερο άκρο του παραπάνω μικρού οροπεδίου. Στην πλάτη του οικισμού μεγαλύτερο οροπέδιο με την ίδια κατεύθυνση Β-Ν, το βορειότερο άκρο του οποίου είναι το ύψωμα «Κορακοφωλιά». Από το ύψωμα το έδαφος κατέρχεται σχετικά απότομα για να καταλήξει στην αριστερή όχθη του Αράχθου στις θέσεις Πουρνάρι και Ζερμή. Από τον οικισμό ανάμεσα στα δύο οροπέδια αρχίζει δρόμος που συνδέει το Πέτα με το Κομπότι.

Για την διάταξη και την εξέλιξη της μάχης σημαντικές είναι οι πληροφορίες από το βιβλίο του Δημ. Καρατζένη παλαιού βουλευτή Άρτας «Η προς Ήπειρο εκστρατεία το 1822 και η μάχη του Πέτα» (1980)

Η δύναμη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος κατά την ημέρα της μάχης μόλις υπερέβαινε τους 1500 άνδρες. Αποτελούνταν από το Σύνταγμα των τακτικών περίπου 300 άνδρες, το Τάγμα των φιλελλήνων 100 άνδρες, ομάδα πυροβόλων έως 10 ανδρών, τους Επτανήσιους 70-80 άνδρες υπό τον Σπ. Πανά, τους ατάκτους των Ελλήνων οπλαρχηγών έως 900 άνδρες και την φρουρά Κομποτίου – Μακρυνόρους 200 -250 άνδρες.

Η δύναμη του εχθρικού στρατού στην πόλη της Άρτας και στα πέριξ του Πέτα μέρη ήταν 7000 έως 8000 ανδρών Τούρκους και Αλβανούς, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και σώμα 600 Αλβανών ιππέων, και ήταν κυρίως στρατοπεδευμένο στην Άρτα. Τμήμα που γύρισε από τη μάχη της Πλάκας ήταν στρατοπεδευμένο στη θέση «Πουρνάρι» και άλλο στην απέναντι δεξιά όχθη του Αράχθου στη θέση «Χαραμή».

 

Ανδρέας Δάνια (1775-1822). Ιταλός στρατιωτικός επικεφαλής των Φιλελλήνων. Σκοτώθηκε στη μάχη του Πέτα

Ανδρέας Δάνια (1775-1822). Ιταλός στρατιωτικός επικεφαλής των Φιλελλήνων. Σκοτώθηκε στη μάχη του Πέτα

 

Το ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ως εξής. Στο νότιο αριστερό άκρο του μπροστινού μικρού οροπεδίου το Τάγμα των φιλελλήνων υπό τον Ανδ. Δάνια και στο άλλο βόρειο άκρο το Σύνταγμα των τακτικών υπό τον Πέτρο Ταρέλλα. Ακριβώς κάτωθεν του Β. άκρου τα κανόνια και στις πλαγιές λίγο βορειότερα οι Επτανήσιοι υπό τον Σπ. Πανά. Στο νότιο (αριστερό) άκρο του όπισθεν μεγαλύτερου οροπεδίου, όπου οι οπλαρχηγοί με τους άτακτους, ο Μ. Μπότσαρης, λίγο βορειότερα οι Βαρνακιώτης και Βλαχόπουλος και στο Β. άκρο ο Γώγος Μπακόλας.

Την 4ην Ιουλίου και ώραν 2αν πρωινή, υπό πανσέληνο, 6000 έως 8000 τουρκαλβανικού στρατού και 600 ιππέων υπό τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα και του διοικητού της Άρτας χριστιανού εξωμότου εκ Γεωργίας Μεχμέτ Ρεσίτ ή Κιουταχή εξήλθαν από το φρούριο της Άρτας με κατεύθυνση προς το Πέτα. Περί τη σημερινή θέση Διοδια το τμήμα ιππέων ακολούθησε περίπου το δρόμο της σημερινής Εθν. Οδού και στους Αγ. Αναργύρους έστριψε αριστερά για να παραταχθεί στους ελαιώνες στο αριστερό άκρο των Ελλήνων, αποκόπτοντας έτσι την επικοινωνία με το Κομπότι. Το κύριο σώμα προχώρησε στο δρόμο για το Πέτα. Τμήμα αποσπάστηκε και ακολουθώντας το δρόμο προς «Θεοτοκιό» πλευροκόπησε το δεξιό άκρο του ελληνικού στρατεύματος. Το υπόλοιπο ασκέρι ανέβηκε στο δρόμο προς Πέτα και παρατάχθηκε σε απόσταση 200-300 μ. από την πρώτη γραμμή των Ελλήνων, όπου από Ν. προς Β. ήταν το Τάγμα των φιλελλήνων, το Σύνταγμα των τακτικών και οι Επτανήσιοι υπό τον Σπ. Πανά. Την 5η πρωινή δόθηκε το σύνθημα γενικής επίθεσης από τον Κιουταχή. Με αλαλαγμούς άρχισαν να ανεβαίνουν προς τις θέσεις των Ελλήνων όπου τους περίμεναν πυκνά διασταυρούμενα πυρά για να επιστρέψουν με βαριές απώλειες. Ο Κιουταχής αναπληρώνει τις δυνάμεις του και κάνει δεύτερη απόπειρα με το ίδιο όμως αποτέλεσμα. Οι Φιλέλληνες και οι τακτικοί είναι αμετακίνητοι στις θέσεις τους, οι Επτανήσιοι με μικρή υποχώρηση για ευνοϊκότερη θέση. Οι απώλειες των Τούρκων κατά την διάρκεια των δύο πρώτων ωρών είναι μεγάλες και η κατάσταση εμφανίζεται ευνοϊκή για τα ελληνικά όπλα. Με νέες ενισχύσεις όμως και το ιππικό που κατέφθασε η κατάσταση έγινε δύσκολη. Γίνονται λυσσώδεις μάχες και κάθε μικρή υποχώρηση των αμυνόμενων πληρώνεται με σωρούς νεκρών από τους επιτιθέμενους. Στα οχυρώματα σκηνές ηρωισμών, όμως και οι πρώτοι νεκροί.

Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής) (1780-1839). Σπουδαίος Οθωμανός στρατηγός επικεφαλής των στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα

Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς (Κιουταχής) (1780-1839). Σπουδαίος Οθωμανός στρατηγός επικεφαλής των στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα

 

Την ίδια ώρα (5η πρωινή) που εκδηλωνόταν η επίθεση του Κιουταχή κατά της πρώτης αμυντικής γραμμής των Φιλελλήνων κάτωθεν του Πέτα, στρατοπεδευμένοι Αλβανοί στη θέση «Πουρνάρι» άρχισαν να ανέρχονται την πλαγιά «Μετεπιό» που καταλήγει στην υψηλή θέση «Κορακοφωλιά» στα νώτα του Πέτα. Έτρεξαν να τους αντιμετωπίσουν ο Μήτρος Μπακόλας, γιος του Γώγου, ο Δήμος Τσέλος, ο Ιωαν. Ράγκος και άλλοι. Περί το μέσον της πλαγιάς συνήφθη μάχη, στην οποία αποκρούσθηκαν οι ανερχόμενοι, αποκόπηκε όμως μια εμπροσθοφυλακή έως 80 σημαιοφόρων, οι οποίοι βρέθηκαν στους αφύλακτους λόφους πάνω από το Πέτα. Τι έγιναν όμως οι υπερασπιστές των; Με την εμφάνιση της παραπάνω δύναμης των 80 Τουρκαλβανών στην «Κορακοφωλιά» και την συνεχόμενη κορυφογραμμή οι άλλοι αρχηγοί των ατάκτων (Υπόλοιποι του Γώγου, Βαρνακιώτης, Βλαχόπουλος και λοιποί) υποθέσαντες ότι ο Γώγος νικήθηκε ή πρόδωσε διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού. Αδικαιολόγητος πανικός μεταδόθηκε και τράπηκαν σε φυγή χωρίς να ρίξουν τουφεκιά παρ’ όλο που η δύναμη των Τούρκων μπροστά στων ατάκτων ήταν ασήμαντη. Εις μάτην ο Μάρκος Μπότσαρης προσπάθησε να τους συγκρατήσει, εγκαταλειφθείς και αυτός από τους δικούς του αναγκάστηκε να απομακρυνθεί. Η απροσδόκητη επέμβαση της εμπροσθοφυλακής και η θέα των τουρκικών σημαιών πάνω στους λόφους εμψυχώνει τους Τούρκους, οι οποίοι συνεχίζουν με μεγαλύτερη ορμή την επίθεση των και κατορθώνουν να εξουδετερώσουν την αντίσταση των Επτανησίων. Ο Σπ. Πανάς που είχε πολεμήσει γενναία και τραυματισθεί, μετά την απώλεια μεγάλου αριθμού των στρατιωτών του υποχώρησε προς το χωριό. Προσπάθησαν να τον υποστηρίξουν τμήματα των τακτικών, τελικά όμως αναγκάσθηκαν και αυτοί να υποχωρήσουν προς το χωριό. Οι Τούρκοι από την αριστερή πτέρυγα τους κατάφεραν να καταλάβουν τα βορεινά σπίτια του χωριού και το δρόμο που συνδέει τα δύο οροπέδια. Ο Δάνια με τους φιλέλληνες στο νότιο άκρο του υψώματος εξακολουθούν να μάχονται το ίδιο και ο Βρένδλυ με τα κανόνια που εξακολουθούσε να ρίχνει τα βλήματά του.

 

  1. Η σφαγή των φιλελλήνων

Μετά την κύκλωση από τους Τούρκους η κατάσταση αλλάζει άρδην σε βάρος των Ελλήνων. Προσπάθησε να ενισχύσει τους φιλέλληνες ο αρχηγός του συντάγματος των τακτικών Πέτρος Ταρέλλα, ο οποίος πέφτει τραυματισμένος στο στήθος «φίλοι μου, για όνομα του Θεού σωθείτε. Εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω πλέον. Να ανακοινώσετε στην οικογένειά μου τον θάνατό μου!». Ο Νόρμαν, ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής, προσπάθησε να σώσει τους φιλέλληνες δέχτηκε όμως σφαίρα στο στήθος και έπεσε αναίσθητος. Ο Βρένδλυ δέχθηκε σφαίρα και έπεσε νεκρός στο κανόνι του. Μετά από όλα αυτά, και όταν οι άνδρες του συντάγματος είχαν απομακρυνθεί, ο Δάνια με τους φιλέλληνες βρέθηκε σε τραγική θέση περικυκλωμένος από τους Τούρκους στο ύψωμα.

Πέτρος Ταρέλλα (1781-1822). Ιταλός αξιωματικός επικεφαλής του Τακτικού στρατού. Σκοτώθηκε στο Πέτα

Πέτρος Ταρέλλα (1781-1822). Ιταλός αξιωματικός επικεφαλής του Τακτικού στρατού. Σκοτώθηκε στο Πέτα

 

Τις σκηνές ηρωισμού που ακολούθησαν τον απελπισμένο αγώνα και την επιστροφή των ελάχιστων στη Λαγκάδα περιγράφει ο Έλστερ στο ημερολόγιο του, το οποίο εκδόθηκε πριν λίγα χρόνια στο βιβλίο «Το τάγμα φιλελλήνων».

«Τότε ήρθε ο γέρο-Dαnnία με το Mίzewsky, μέτρησε αυτούς που είχαν απομείνει, μάζεψε στο λεπτό τους Φιλέλληνες και μίλησε έτσι, προς αυτούς:

«Συμπολεμιστές, αδέλφια στη ζωή και στο θάνατο! Προς τα εκεί έφυγε ο Γώγος με το στρατό του, που μας πρόδωσε στους εχθρούς της πατρίδας του. Κανένας δρόμος πλέον δεν υπάρχει παρά μόνο αυτός προς τον ουρανό! Ο Λεωνίδας πολέμησε και έπεσε με τριακόσιους Σπαρτιάτες εναντίον ενός εκατομμυρίου, αιώνιο παράδειγμα για την αρχαία Ελλάδα και τον κόσμο όλο. Δεν καυχόμαστε ότι είμαστε απόγονοι εκείνων των ηρώων, αλλά είμαστε όμοιοι μαζί τους σε θάρρος και γενναιότητα. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα στους εκφυλισμένους απογόνους τούς και σε όλους τους χριστιανούς, πώς πρέπει σήμερα να μάχονται και να πεθαίνουν για Ελευθερία και Χριστιανισμό. Αυτός ο γυμνός βράχος που ρούφηξε το αίμα μας και είδε το θάνατό μας, ας παραμείνει αιώνιο μνημείο της τιμής μας και της φήμης μας και ο επόμενος κόσμος στη θέα του να διηγείται: Εδώ βρήκαν κάποτε ηρωικό θάνατο εκατόν εξήντα Φιλέλληνες για την αναγεννώμενη Ελευθερία της Ελλάδας. Εμπρός λοιπόν φιλέλληνες, για άλλη μια φορά: Νίκη ή Θάνατος!».

Τις τελευταίες λέξεις τις φώναξε ο γέρος με τέτοια στεντόρεια φωνή, σα να ήθελε να καλέσει όλα τα πνεύματα του πολέμου να βοηθήσουν. Εμείς όλοι επαναλάβαμε με άγρια πολεμική κραυγή: «Νίκη ή Θάνατος!», μόλις όμως στραφήκαμε πάλι προς τον εχθρό, μια σφαίρα ξέσκισε το στήθος του Dαnnia. Έπεσε από τ’ άλογο και πέφτοντας, πριν ξεψυχήσει, επανέλαβε την κραυγή: «Νίκη ή Θάνατος!»

Αμέσως έτρεξαν οι Τούρκοι και του πήραν το κεφάλι. Έτσι πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του να κερδίσει ένα τιμητικό τάφο στρατιώτη στην Ελλάδα!

Και ο Miezewsky έσπευσε προς τη μοίρα του. «Πίσω μου! Συμπατριώτες γενναίοι Πολωνοί. Ακολουθήστε με, στη Νίκη ή το Θάνατο!» Δεκαέξι Πολωνοί τον ακολούθησαν και επιτέθηκαν υπό την αρχηγία του πάλι στο χωριό. Αιφνιδιασμένοι και απορημένοι οι εχθροί, υποχώρησαν μπρος στην ορμή των επιτιθέμενων. Προχώρησαν μέχρι την εκκλησία του χωριού. Εκεί εκτυλίχθηκε η σκληρότερη μάχη όλου του αγώνα. Μερικοί Πολωνοί έπεσαν νεκροί. Οι υπόλοιποι εισέβαλαν μέσα στην ερειπωμένη απ’ τούς βομβαρδισμούς εκκλησία και αμύνονταν σκληρά απ’ τα παράθυρά της. Τα πυρομαχικά τους τελείωναν αλλ’ οι εχθροί δεν υποχωρούσαν. Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη στέγη της εκκλησίας. Τούβλα, ξύλα, δοκάρια, πέτρες, όλα τα πετούσαν στους Τούρκους σκοτώνοντας αρκετούς απ’ αυτούς. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να βάλουν φωτιά στην εκκλησία αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά ανέβηκαν μαζικά στη στέγη και ο αγώνας συνεχίστηκε ακόμα αιματηρότερος. Οι Πολωνοί δε χρησιμοποιούσαν πια σπαθιά, ξιφολόγχες, μαχαίρια, αλλά γροθιές, καρφιά, δόντια. Ο Miezewsky έπεσε αλλά και πεσμένος εξακολουθούσε να αμύνεται. Οι Πολωνοί έσπευσαν σε βοήθειά του. Ξανασηκώθηκε και ξανάρχισε ένα απαίσιο ανακάτεμα. Ξαφνικά σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης από την κορφή της εκκλησίας ανακατεμένα με φωνές και οι ήρωες βρέθηκαν θαμμένοι, μαζί με τους εχθρούς τους, κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας.

Στο μεταξύ, οι λίγοι που είχαν μείνει στην κορφή τον βουνού, καμιά σαρανταριά Φιλέλληνες, συνέχιζαν τον αγώνα ατρόμητοι και ακούραστοι. Ξαφνικά αντιλήφθηκαν ότι ένα πολύ άγριο και βραχώδες κομμάτι της πλαγιάς ήταν ακάλυπτο από τούς Τούρκους. Το σημείο αυτό, έπρεπε να το φτάσουν, ώστε η συνεχιζόμενη προσπάθεια συνένωσης με το Σύνταγμα που υποχωρούσε συνεχώς, να συνεχιστεί. Δυο άντρες μπροστά με έτοιμες τις ξιφολόγχες, επιτέθηκαν πρώτα στην ομάδα που τους περικύκλωνε. Οι Αλβανοί αμήχανοι μπροστά στην καινούργια επίθεση, άνοιξαν τις γραμμές τους και μας άφησαν να περάσουμε. Στην αρχή κανένας δεν τολμούσε να μας κρατήσει. Μόνο όταν εμείς είχαμε προχωρήσει καμιά εκατοστή μέτρα άνοιξαν πυρ εναντίον μας και από τις δυο πλευρές. Κάτω από πραγματική βροχή σφαιρών, συνεχίσαμε βιαστικά την πορεία μας χάνοντας σχεδόν με κάθε βήμα και ένα σύντροφο. Έτσι φτάσαμε στη βάση ενός υψώματος που ήταν κατειλημμένο από Έλληνες, με το σκοπό να ενωθούμε μαζί τους για να συνεχίσουμε τον αγώνα· ανεβήκαμε επάνω, μας υποδέχτηκαν όμως με πυκνό πυρ. Ήταν ο αδίστακτος στρατός του προδότη Γώγου, που στεκόταν εκεί επάνω. Έπρεπε λοιπόν να τραβήξουμε πιο πέρα. Τότε θυμήθηκε ο υπασπιστής Feldhann, ότι είχε ξεχάσει την κασετίνα τον Στρατηγού Νοrrmann στο Πέτα και έπρεπε να πάει να τη φέρει. Μάταια τον εξορκίζαμε να μην επιχειρήσει μια τόσο παράτολμη αποστολή. Γύρισε με το σπαθί στο χέρι στο πεδίο της μάχης, όχι όμως πίσω σε μας.

Είχαμε ακόμα ένα δάσος να διασχίσουμε. Το επιχείρησε η μικρή ομάδα των 25 ανθρώπων που είχε απομείνει. Ένα βουνό έπρεπε να σκαρφαλώσουμε ακόμα για ν’ αποφύγουμε επιτέλους τα πυρά τον εχθρού, που μας έφταναν ως εκεί. Κι αυτό έγινε, αλλά φτάνοντας στην κορυφή, έπεφταν ακόμα τρυπημένοι από το μολύβι, μερικοί απ’ τους δικούς μας πίσω στην κοιλάδα.

Γεμάτοι τραύματα και αίματα και μέσα σε μια μουντή σιωπή, πήραμε το δρόμο για τη Λαγκάδα, όπου ελπίζαμε να βρούμε τον ένα ή τον άλλο φίλο, που είχε σωθεί. Η εξάντληση μας ανάγκασε να κάνουμε μια στάση, να ξεκουραστούμε ύστερα από την έντονη προσπάθεια της φοβερής μάχης. Βρισκόμασταν σε ένα σημείο, από το οποίο μπορούσαμε να δούμε το πεδίο της μάχης, τους τάφους των αδελφών μας και τη γύρω περιοχή. Κάθε ματιά μας γέμιζε θλίψη, έτσι μας γέμισε τρόμο όταν είδαμε τους Τούρκους να συνεχίζουν να ψάχνουν με μεγάλους σκύλους κάθε δάσος και κάθε ρεματιά, για να ανακαλύψουν τυχόν τραυματίες και απομείναντες. Ποιος μπορεί να τους επικρίνει, όταν οι σωροί των νεκρών Τούρκων κάλυπταν υψώματα και κοιλάδες, δίνοντας σε μερικούς από μας μικρή έστω παρηγοριά;

Οι βροντές των κανονιών από τη θάλασσα της Άρτας ανήγγειλαν ξαφνικά τη νίκη των Τούρκων και κάθε κανονιά αντηχούσε υπόκωφη και με πόνο μέσα μας. Ανασυγκροτηθήκαμε, πήραμε τα όπλα μας και βιαστήκαμε να ξεφύγουμε από τους απαίσιους αυτούς ήχους που ξέσκιζαν την καρδιά μας, σα θριαμβικές κραυγές για την προδοσία και τη δολοφονία ανθρώπων. Μετά από μια επίπονη πορεία στα βουνά, φτάσαμε στο στρατόπεδο του Μαυροκορδάτου. Σε μια σειρά δεκαοκτώ ανθρώπων, τα τελευταία υπολείμματα από ολόκληρο το Τάγμα, βαδίσαμε μπροστά στον αρχηγό ο οποίος είχε μείνει έξι ώρες μακριά από το πεδίο της μάχης. Θα πρέπει να είχε ενημερωθεί για την τύχη μας, που προετοίμασε ελληνική προδοσία και στα σοβαρά και σκοτεινά βλέμματά μας με τα οποία τον κοιτούσαμε στα μάτια, θα διάβαζε κάθε σκέψη μας σχετικά με αυτόν και τους συμπατριώτες του. Δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει μια λέξη. Ζεστά δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάγουλά του, νεκρική σιγή επικρατούσε γύρω, όπως στο βασίλειο των σκιών. Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν και μερικοί διασκορπισμένοι από το Σύνταγμα τον Ταρέλλα, το οποίο είχε υποστεί και αυτό μεγάλες απώλειες και είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος των αξιωματικών του. Μόνο ο Στρατηγός Norrmann έλειπε ακόμα. Η σφαίρα που δέχτηκε στο στήθος ήταν από εξοστρακισμό και γρήγορα ανέρρωσε και ανέλαβε και πάλι τη διοίκηση τον Συντάγματος. Στη φρόνιμη και ατρόμητη διοίκησή του, όφειλε το σύνταγμα το ότι είχε αποφύγει τις μεγάλες απώλειες. Όταν άρχισε η υποχώρηση έμενε στις τελευταίες γραμμές απέναντι στον εχθρό, όσες φορές χρειαζόταν. Όπως και μετά τη σύγκρουση στο Κομπότι, έτσι και τώρα, ήταν ο τελευταίος που έφτασε στο στρατόπεδο. Επάνω στο ετοιμοθάνατο άλογό του, μπήκε επί τέλους και φώναξε:

«Τα χάσαμε όλα Υψηλότατε, εκτός απ’ την τιμή μας!».

Και πάλι ο αρχηγός είχε δάκρυα για απάντηση.

 

  1. Τι ακριβώς συνέβη στο Πέτα;

Για την καταστροφή του Πέτα έχουν γραφεί πολλά από Έλληνες και ξένους. Ιδιαίτερη αξία όμως έχουν οι αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων που έζησαν τα γεγονότα στη βράση τους. Μολονότι σε πολλές σελίδες ξεχειλίζει η μνησικακία και η μονομέρεια παραμένουν θησαυρός πληροφοριών. Άμεσες, ζωτικές μαρτυρίες, περιγραφές από αυτόπτες και αυτήκοους. Κείμενα με την αξία του φωτογραφικού ντοκουμέντου και της ηχητικής καταγραφής. Ο Κυριάκος Σιμόπουλος μάζεψε όλα αυτά τα κείμενα των ξένων αλλά και των Ελλήνων στο τρίτομο έργο του «Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21». Ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του σπουδαίου αυτού έργου περιλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο 1822 – 1823 με τίτλο «Τι ακριβώς συνέβη στο Πέτα;» Κάποια από τα συμπεράσματα της τραγωδίας της μάχης του Πέτα βγαλμένα με πολύ δουλειά – γενική είναι η αναγνώριση για τον δουλευταρά Κυρ. Σιμόπουλο – αναφέρονται παρακάτω.

Ο ρόλος του Γώγου Μπακόλα

Δεν έχει ακόμα αποσαφηνισθεί η στάση του Γώγου στη μάχη του Πέτα. Όλοι οι ξένοι ιστορικοί, απομνημονευματογράφοι και χρονικογράφοι, εθελοντές ή όχι, καθώς και μερικοί Έλληνες ιστορικοί πιστεύουν πως υπήρξε προδότης.

Γεγονός είναι ότι ο Γώγος είχε καθημερινή επικοινωνία με τους Τούρκους της Άρτας κι ότι εφοδιαζόταν από τον εχθρό. Ο ισχυρισμός του ότι εξαπατούσε τους Τούρκους εξυπηρετώντας τη ελληνική υπόθεση δεν είναι διόλου πειστικός.

Ο αξιωματικός Ραινμπω πιθανολογεί ότι κατά την είσοδο του εκστρατευτικού σώματος στην Ήπειρο ο Γώγος δεν είχε ακόμα αποφασίσει με ποια πλευρά θα ταχθεί. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το σχέδιο του ήταν να ενεργήσει ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Αν είμαστε δέκα χιλιάδες άνδρες νομίζω πως θα αγωνιζόταν για το καλό της πατρίδας του. Η ανακοίνωση ότι από στιγμή σε στιγμή φθάνουν ενισχύσεις από το Μωριά τον ανάγκασε να αναβάλει τις τελικές αποφάσεις του».

Ο Μαυροκορδάτος, βέβαια, απέκλεισε ότι η φυγή του Γώγου υπήρξε αποτέλεσμα προσυνεννοήσεων με τους Τούρκους. Αλλά η συνηγορία ήταν προσπάθεια να αποσείσει τις δικές του ευθύνες, γιατί ενώ γνώριζε τις συναλλαγές του Γώγου με τους Τούρκους πριν από την κρίσιμη μάχη, τον κάλυψε και τότε και μετά την καταστροφή του.

 

Αλέξανδρος Μαυροκοδάτος (1791-1865). Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατεύματος στη μάχη του Πέτα. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Λιθογραφία 1826

Αλέξανδρος Μαυροκοδάτος (1791-1865). Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατεύματος στη μάχη του Πέτα. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας. Λιθογραφία 1826

 

Γεγονός επίσης είναι ότι μετά την καταστροφή ο Γώγος προσχώρησε επίσημα και οριστικά στους Τούρκους, χωρίς να διατυπωθεί εναντίον του επίσημα κατηγορία και χωρίς να διατρέξει κανένα κίνδυνο – είχε άλλωστε τη συμπαράσταση του Μαυροκορδάτου. Όπως γράφει στην Ιστορία του ο Σπ. Τρικούπης, συγγενής του Μαυροκορδάτου, ο Γώγος, μετά τη συντριβή του εκστρατευτικού σώματος, «εσυμβιβάσθη με τους Τούρκους και Τούρκος έκτοτε διέμενεν μέχρι τέλους της ζωής του».

Όλα τα πραγματικά περιστατικά δημιουργούν βάσιμες υποψίες για ενοχή του Γώγου. Το εχθρικό τμήμα έφθασε στα νώτα του συντάγματος των Τακτικών και του τάγματος των Φιλελλήνων περνώντας από τη στενωπό που υπερασπίζονταν τα τμήματα του Γώγου, το Μετεπιό. Ο καπετάνιος της Άρτας και τα παλληκάρια του γνώριζαν το Πέτα σπιθαμή με σπιθαμή. Στην ίδια περιοχή είχαν κατασυντρίψει τους Τούρκους πριν ένα χρόνο. Η διολίσθηση των Αλβανών από το Μετεπιό, το σημείο που κρατούσε το σώμα του Γώγου, δεν έγινε ύστερα από ισχυρή επίθεση και διάσπαση του μετώπου. Η διάβαση πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες που δίνουν την εντύπωση πως η ρεματιά έμεινε αφύλακτη ή ότι η φρουρά αποσύρθηκε ή ότι αφέθηκαν οι Τουρκαλβανοί να περάσουν ατουφέκιστοι. Μερικοί ιστοριογράφοι εμφανίζουν την αιφνιδιαστική διείσδυση των Τουρκαλβανών ως τυχαίο γεγονός. Υποστηρίζουν δηλαδή ότι ο Γώγος άφησε την εμπροσθοφυλακή των Τουρκαλβανών – 80 μόλις άνδρες – να εισχωρήσει στο Μετεπιό με σκοπό να την παγιδεύσει. Και ότι μόλις άρχισαν τα πυρά η ομάδα των εχθρών κατέφυγε στα μετόπισθεν των Ελλήνων για να σωθεί. Αλλά τόσα Ελληνικά σώματα, το ένα πλάι στο άλλο – Βλαχόπουλος, Ράγκος, Ίσκος – δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν 80 Τουρκαλβανούς;

Ωστόσο απτή απόδειξη προδοσίας του Γώγου δεν υπάρχει. Η συναλλαγή του με τους Τούρκους, τα «καπάκια», ένα είδος προσωρινού συμβιβασμού για λόγους ανάγκης, ήταν θεμιτή για κείνη την εποχή. Την υιοθέτησε ο ίδιος ο αρχιστράτηγος – ο Μαυροκορδάτος – αναθέτοντας στον Γώγο, τον έμπιστο των Τούρκων, προσωπική αποστολή στην Άρτα. Με την έγκριση του Μαυροκορδάτου θα γίνει αργότερα και η συναλλαγή του Βαρνακιώτη με τους Τούρκους.

Μήπως δεν προσχώρησαν στον εχθρό για να επανέλθουν στις εθνικές γραμμές, οι οπλαρχηγοί Ράγκος, Ίσκος και Βαλτινός; Και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ύστερα; Ακόμα και ο Καραϊσκάκης;

Οπωσδήποτε ο Γώγος – και αν υποθέσουμε πως την εθνική υπόθεση είχε στο νου του – έγινε στόχος υποψιών. Και ήταν ανεπίτρεπτο να του ανατεθεί, στην κρίσιμη αναμέτρηση με τον εχθρό, μάχιμος ρόλος. Η ευθύνη ανήκει, φυσικά, ολόκληρη στον ηγήτορα, στον Μαυροκορδάτο.

Μια επιχείρηση καταδικασμένη σε καταστροφή

Αλλά και χωρίς τον Γώγο η μάχη του Πέτα θα οδηγούσε σε καταστροφή. Όχι εξαιτίας της εχθρικής υπεροχής. Και σε άλλες περιπτώσεις, μικρότερες ελληνικές δυνάμεις μπόρεσαν να κατανικήσουν πανίσχυρα εχθρικά σώματα. Αλλά γιατί ολόκληρη η πολεμική επιχείρηση από ελληνικής πλευράς ήταν τυχοδιωκτισμός και μωρία.

Ηγεσία δεν υπήρχε. Ο Μαυροκορδάτος εμφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη ως πολέμαρχος. Αυτοδιορίζεται αρχιστράτηγος, φορεί στολή στρατάρχη, συγκροτεί επιτελεία. Και είναι όχι μόνο ανίδεος στα στρατιωτικά αλλά και φιλοζωιστής, άβουλος και αναποφάσιστος. Αναρίθμητα τα σφάλματά του. Κράτησε το εκστρατευτικό σώμα σε απραξία επί ενάμιση μήνα υιοθετώντας αμυντική τακτική και δίνοντας στον εχθρό το χρόνο και τις ευκαιρίες να ανασυγκροτηθεί και να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις.

Ανύπαρκτος ο εφοδιασμός των στρατευμάτων. Οι μαχητές λιμοκτονούσαν, με αποτέλεσμα να λιποτακτήσει το μισό στράτευμα. Το σύνταγμα των τακτικών και το τάγμα των φιλελλήνων τρέφονταν από τα εφόδια που έστελναν οι Τούρκοι της Άρτας στο Γώγο!

Ο αρχιστράτηγος εγκαταστάθηκε σε απόσταση έξι ωρών από το Πέτα, στη Λαγκάδα, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να φρουρήσει τα στενά του Μακρυνόρους. Δηλαδή η παρουσία του ήταν πιο αναγκαία εκεί παρά στο πεδίο της μάχης. Και έπρεπε ο ίδιος, προσωπικά, να αναλάβει τη φύλαξη.

Αλλά και τα ελληνικά τμήματα που αντιπαρατάχθηκαν στο Πέτα ήταν καταδικασμένα. Δεν υπήρχε ηγήτορας, δεν υπήρχε πνοή και ενθουσιασμός, διάθεση για αγώνα. Κανένας συντονισμός, καμμιά συνοχή. Κάθε τμήμα το δικό του αρχηγό, το δικό του σχέδιο. Οι επικεφαλής των ρουμελιώτικων στρατευμάτων δεν αναγνώριζαν τον Μαυροκορδάτο ως αρχιστράτηγο, περιφρονούσαν τα φερσίματά του. Ο Βαρνακιώτης δεν ανεχόταν την παρουσία του στη Δυτική Ελλάδα. Θεωρούσε την περιοχή δική του επικράτεια και διεκδικούσε τη στρατιωτική ηγεσία. Αλλά και μεταξύ των οπλαρχηγών υπήρχαν αντιζηλίες, καχυποψίες και μίση. Ο Γ. Βαρνακιώτης δεν ανεχόταν τον Μάρκο Μπότσαρη – απέφευγε και τις συνεννοήσεις που επέβαλλε ο κοινός πόλεμος στην ίδια γραμμή του μετώπου – επειδή ο Μαυροκορδάτος είχε επιδείξει εύνοια στο Σουλιώτη οπλαρχηγό. Ο Γώγος, πάλι, ήταν ο δολοφόνος του πατέρα του Μάρκου Μπότσαρη.

Είχαν παραταχθεί για να αντιμετωπίσουν την τουρκική επίθεση σώματα ανεξάρτητα και ηγέτες αλληλομισούμενοι. Καμμιά αλληλεγγύη και σύμπνοια – αλλά ούτε και επαφή – μεταξύ στρατηγείου και ηγητόρων, μεταξύ οπλαρχηγών, μεταξύ ατάκτων στρατευμάτων και τακτικών, μεταξύ Ελλήνων και ξένων. Στο τάγμα των φιλελλήνων επικρατούσε ως την παραμονή της μάχης εμφύλιος – γαλλογερμανικός – πόλεμος. Αλλά ούτε και πνεύμα στρατιωτικής πειθαρχίας υπήρχε ανάμεσά τους.

Καμμιά ομοιογένεια στην τακτική του πολέμου. Οι ξένοι εθελοντές μιλούσαν υπεροπτικά στους Έλληνες καταφρονώντας τις πολεμικές τους μεθόδους. Οι Έλληνες τους ελεεινολογούσαν. Άλλωστε δεν έτρεφαν και μεγάλη εκτίμηση στους ξένους εξαιτίας του αλληλοσπαραγμού τους.

Αλλά και η διάταξη των τμημάτων ήταν καταστροφική. Αντί να προωθηθούν στην πρώτη γραμμή τα άτακτα στρατεύματα, να ταμπουρωθούν συστηματικά και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό με τη δοκιμασμένη τακτική τους τοποθετήθηκαν πλάγια και πίσω.

Οι ξένοι εθελοντές – αξιωματικοί οι περισσότεροι, ανδρείοι και σκληροτράχηλοι – έπεσαν θύματα πρώτα – πρώτα της δικής τους αφροσύνης. Επέμεναν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις στρατιωτικές μεθόδους των ναπολεοντείων πολέμων, κατά τις αναμετρήσεις στρατιών σε αναπεπταμένα πεδία. Φιλοδοξούσαν να ενοφθαλμίσουν στους Έλληνες «τα θαύματα της μπαγιονέτας». Και δεν εννοούσαν να παραδεχτούν πως οι επαναστάτες με τα πρωτόγονα όπλα τους, με το θάρρος τους και με την δική τους τακτική, πολεμώντας όχι για να πολεμήσουν αλλά για να νικήσουν, σάρωσαν τους Τούρκους μέσα σε ένα χρόνο από το Μωριά και τη Ρούμελη.

Με εκατό Ευρωπαίους εθελοντές που πολεμούσαν στο Πέτα δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει το αποτέλεσμα της μάχης, ακόμα και σε περίπτωση που δεν γινόταν η διάσπαση του  μετώπου. Γιατί ο εχθρός κρατούσε με το ισχυρό ιππικό του υπό έλεγχο όλη την πεδινή και ημιπεδινή περιοχή.

Είναι αλήθεια ότι κατά τη σύγκρουση απέδειξαν πως ήταν αληθινοί πολεμάνθρωποι. Αλλά ο χαμός τους υπήρξε άσκοπος και μάταιος.

Το Πέτα ήταν η μοιραία κατάληξη μιας συρροής τυχοδιωκτισμών. Του Μαυροκορδάτου που φιλοδοξούσε δάφνες πολεμικές και πολιτικές επιδιώξεις και των Ευρωπαίων αξιωματικών, που, καθώς δεν έβρισκαν στην Ελλάδα στρατιώτες να διοικήσουν, έγιναν οι ίδιοι στρατιώτες κι έπαιξαν ασύνετα το παιχνίδι του πολέμου και του θανάτου.