ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 21
Γεώργιος Καραϊσκάκης: Ένας ήρωας με «παρελθόν»
Οι σκοτεινοί χρόνοι του «γιου της καλογριάς»
του Χρ. Ντάλα
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είναι αναμφισβήτητα από τις κορυφαίες μορφές του αγώνα για την Παλιγγενεσία. Με την δράση του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα μετά το 1825, σαν στρατηγός και αρχιστράτηγος των ελληνικών στρατευμάτων, δικαίως κατέχει μια εξέχουσα θέση στο πάνθεο των ηρώων του 1821.
Μέχρι το 1825 όμως η ιστορία του είναι διαφορετική.
Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα
Από τα τεκμήρια που διαθέτουμε, ο Γ. Καραϊσκάκης δεν φαίνεται να συμμετείχε στις διεργασίες του ελληνικού εθνικού κινήματος, δηλαδή στα πολιτικά και οργανωτικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Έλαβε βέβαια κάποιο μέρος στις επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή της Άρτας, τον Μάιο 1821, αλλά τα τρία επόμενα χρόνια οι μέριμνες, οι προσδοκίες και οι ενέργειες του ελάχιστα αντιστοιχούσαν προς τις ιδέες που νοηματοδότησαν το είκοσι ένα. Όπως γράφει και ο Παπαρρηγόπουλος «η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται στο να λάβει το αρματολίκιον των Αγράφων». Μάλιστα τον Μάιο 1824 κατηγορήθηκε ως προδότης και καταδικάστηκε από στρατιωτικό δικαστήριο στο Μεσολόγγι. Η προσήλωσή του στο στόχο της εθνικής ανεξαρτησίας επετεύχθη μόνο μετά το 1825 και χαρακτηρίζει έκτοτε την στρατιωτική και κοινωνικοπολιτική του δράση, ως το θάνατό του στο Φάληρο στις 23 Απριλίου 1827.
Όλοι οι ιστορικοί και χρονογράφοι του1821 (Παπαρρηγόπουλος, Περαιβός, Κασομούλης, Αινιάν, Γαζής κτλ.) αφιερώνουν για την διαδρομή του μετά το 1821 και ελάχιστα για την προ του 1821 εποχή. Τις αναφορές αυτές, ο σπουδαίος ερευνητής Δημ. Τζάκης συγκέντρωσε σ’ ένα βιβλίο του «Καραϊσκάκης», από το οποίο δανειζόμαστε αποσπάσματα για το παρόν άρθρο.
Τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, κυρίως εξαιτίας της γενέτειράς του που θεωρείται και η Σκουληκαριά, έχουμε λίγο οικειοποιηθεί. Τον θεωρούμε ήρωα της περιοχής μας, τον έχουμε τιμήσει με το όνομα Δήμου και αθλητικών συλλόγων, του έχουμε αφιερώσει αγώνες «τα καραϊσκάκεια». Να ξέρουμε όμως ότι η «αντιηρωική» περίοδος του Καραϊσκάκη, μέχρι το 1824, είναι αυτή που αναφέρεται και στην περιοχή μας.
Γεώργιος Καραϊσκάκης, έργο του Karl Krazeisen, σχέδιο με μολύβι
Τα αρματολίκια στο ιστορικό πλαίσιο
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε σε ένα περιβάλλον με ισχυρή παρουσία αρματολικών οικογενειών, αλλά και ομάδων κλεφτών που διεκδικούσαν τα αρματολίκια της περιοχής. Τα Άγραφα, ο Βάλτος, τα Τζουμέρκα, το Ραδοβiζι, ο Ασπροπόταμος, το Καρπενήσι, δηλαδή οι ορεινές και δύσβατες επαρχίες όπου συναντιούνται η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η δυτική Ρούμελη, αποτέλεσαν τους κατεξοχήν τόπους του αρματολισμού.
Σε αυτές τις δύσβατες περιοχές της Ηπείρου, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας, οι οποίες ήταν απομακρυσμένες από τα πλησιέστερα οθωμανικά στρατιωτικά κέντρα που βρίσκονταν στην Άρτα, τα Γιάννενα, τη Λάρισα και τα Τρίκαλα, η ληστεία είχε χαρακτήρα ενδημικό. Στις περιοχές αυτές, οι οθωμανικές αρχές επένδυαν το λιγότερο δυνατό στη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας με την κινητοποίηση των δικών τους στρατιωτικών δυνάμεών. Έτσι η ευθύνη της αντιμετώπισης των κλεφτών είχε μετατεθεί στις ίδιες τις κοινότητες, που είχαν ανάγκη διαρκούς και σταθερής προστασίας, και η εκδίωξη των κλεφτών είχε ανατεθεί σε εντόπιους οπλαρχηγούς, τους αρματολούς. Οι αρματολοί με την εμπλοκή τους στα κοινοτικά δρώμενα και σε άλλες αποστολές (π.χ. συλλογή των φόρων) αποτέλεσαν μια τοπική εξουσιαστική ελίτ, με την οποία η κοινοτική ηγεσία ερχόταν συχνά σε αντιπαράθεση.
Για να διατηρήσει τη θέση του ένας αρματολός θα έπρεπε να προστατεύει την περιοχή του από τους κλέφτες, που συχνά ήταν ανταγωνιστές του. Οι τελευταίοι, με την κλέφτικη δράση τους στο αρματολίκι, επεδίωκαν να καταδείξουν την αδυναμία του αρματολού να προστατεύσει τον τόπο του, αλλά και τη δική τους ικανότητα στη χρήση της βίας. Στα τυπικά της αποδοχής του από τις οθωμανικές αρχές όταν αφενός το «προσκύνημα» και η συγχώρησή του για την έως τότε παράνομη δράση του, και βέβαια η αναγνώρισή του ως αρματολού της επαρχίας με επίσημο έγγραφο, μπουγιουρντί, και αφετέρου οι «όμηροι» – συνήθως συγγενείς του – που έστελνε στις οθωμανικές αρχές ως εγγύηση της νομιμοφροσύνης του. Από τη νέα του θέση, ο πρώην κλέφτης που είχε γίνει αρματολός θα έπρεπε πλέον να επιβεβαιώνει διαρκώς την ικανότητά του να είναι ο φύλακας του τόπου, δηλαδή να προστατεύει τους κατοίκους της επαρχίας από τους κλέφτες. Οι τελευταίοι ήταν συχνά οι παλιοί αρματολοί. Με την κλέφτικη δράση τους, δηλαδή καταστρέφοντας και λεηλατώντας, επεδίωκαν να ανακτήσουν το χαμένο αρματολίκι, το οποίο εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν ω δικό τους «τόπο». Η μετάβαση, λοιπόν, από την παρανομία (κλέφτης) στη νομιμότατα (αρματολός) και αντιστρόφως ήταν συνηθισμένη στα περιβάλλοντα των κλεφτών και των αρματολών και δεν ήταν σπάνιο ένας οπλαρχηγός να μεταβαίνει αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής του από τη μία κατάσταση στην άλλη. Αυτήν ακριβώς την εναλλαγή ρόλων και θέσεων περιγράφει και το γνωστό μοτίβο στα κλέφτικα τραγούδια: «σαράντα χρόνους έκανα αρματολός και κλέφτης».
Έλληνας αρματολός. Ελαιογραφία του Richard P. Bonington
Οι οθωμανικές αρχές, που επίσης αναλογίζονταν το κόστος μιας εκστρατείας καταδίωξης με αμφίβολα αποτελέσματα, αποδέχονταν συνήθως τις σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονταν στα πλαίσιο του αρματολικού ανταγωνισμού. Κατακύρωναν δηλαδή τελικά το αρματολίκι στους εκάστοτε ισχυρούς οπλαρχηγούς.
Καμία σχέση λοιπόν ο κλεφταρματολισμός με αυτόν της επίσημης ιστορίας. Οι αρματολοί ήταν «υπομίσθιοι» της οθωμανικής εξουσίας που έπρεπε συνέχεια να δείχνουν την αφοσίωσή τους σ’ αυτήν. Οι κλέφτες καμία σχέση με τα κλεφτόπουλα που τραγουδάμε και που βγήκαν στο κλαρί επειδή δεν άντεχαν τον τουρκικό ζυγό.
Αυτή ακριβώς η ισορροπία ανατράπηκε την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή πασά. Στόχος του ήταν να επιβάλλει στον ορεινό χώρο τις δικές του ρυθμίσεις. Δηλαδή, να προωθήσει η/και να διατηρήσει πιστά σε αυτόν πρόσωπα στα αρματολίκια (όπως τον Γώγο Μπακόλα και τον Δημήτρη Καραΐσκο), να ενσωματώσει στα στρατιωτικά σώματα που διατηρούσε στα Γιάννενα σημαντικούς χριστιανούς οπλαρχηγούς (όπως τον Οδυσσέα Ανδρούτσο), και τέλος να καταδιώξει και να εξοντώσει «απείθαρχους» οπλαρχηγούς (όπως τον Κατσαντώνη).
Η πλειάδα των χριστιανών οπλαρχηγών που είχε συγκεντρώσει στα Ιωάννινα – μεταξύ αυτών και τον Γ. Καραϊσκάκη – αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της στρατιωτικής του δύναμης και διεκπεραίωναν, συχνά ως επικεφαλής των στρατιωτικών του σωμάτων (π.χ. ο Θανάσης Βάγιας), ζητήματα που είχαν να κάνουν με την επιβολή της εξουσίας του εντός των ορίων του πασαλικιού του.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και συνεπώς μπορεί να αποτιμηθεί η κλεφταρματολική παρουσία και διαδρομή του Γ. Καραϊσκάκη, η οποία ξεκίνησε την δεκαετία του 1790, δηλαδή στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του Αλή πασά.
Ο Καραϊσκάκης μέχρι το 1821
Η γέννηση του Γ. Καραϊσκάκη τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1770 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1780.
Οι βιογράφοι του είτε δεν σημειώνουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές: τη Σκουληκαριά Άρτας, το Μαυρομμάτι Αγράφων – συγκλίνουν μάλλον στην άποψη ότι μεγάλωσε στις ορεινές επαρχίες της Άρτας και όχι στις παρυφές των Αγράφων προς το μέρος της Θεσσαλίας.
Το 1927, το υπουργείο Εσωτερικών συνέστησε μία επιτροπή για να επιλύσει το ζήτημα της γενέτειρα του Γ. Καραϊσκάκη. Και τούτο επειδή έπρεπε να προσδιορισθεί ο τόπος διοργάνωσης των επισήμων εκδηλώσεων στη μνήμη του εθνικού ήρωα. Τελικά το Μαυρομμάτι αναγορεύτηκε επίσημα γενέτειρα του Γ. Καραϊσκάκη και περιλήφθηκε στο πρόγραμμα των πράγματι πολλών και σημαντικών εκδηλώσεων που οργανώθηκαν για τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του.
Από την εποχή εκείνη χρονολογείται και η αντιπαράθεση ανάμεσα σε επαρχίες, χωριά, τοπικές και εκκλησιαστικές αρχές, που διεκδικούν την επίσημη αναγνώρισή τους ως γενέτειρας και τροφού του εθνικού ήρωα. Η εν λόγω αντιπαράθεση έχει ανατροφοδοτηθεί έως σήμερα από τις κατά καιρούς αντιφατικές κρατικές ρυθμίσεις (π.χ., το 1966, το 1973, το 2005, το 2008), με τις οποίες αναγνωριζόταν το δικαίωμα της διοργάνωσης επετειακών εκδηλώσεων στη μνήμη του Γ. Καραϊσκάκη άλλοτε στο Μαυρομμάτι και άλλοτε στη Σκουληκαριά.
Ωστόσο, ειδικότερα στα περιβάλλοντα των κλεφτών και των αρματολών, ο «τόπος» τους δεν ήταν μόνο ούτε κυρίως η γενέθλια γη, η γενέτειρά τους αλλά η περιοχή που προστάτευαν ή λεηλατούσαν ως αρματολοί και κλέφτες. Μέσα από το πρίσμα αυτής της αντίληψης, λοιπόν, ο κατεξοχήν τόπος του Γ. Καραϊσκάκη, ο τόπος δηλαδή στον οποίο ανήκε και με τον οποίο συνέδεσε το άνομά του ως οπλαρχηγός, ήταν το αρματολίκι των Αγράφων και όχι το Μαυρομμάτι ή η Σκουληκαριά – όπως, άλλωστε, α τόπος του γεννημένου στην Ιθάκη Οδυσσέα Ανδρούτσου δεν ήταν τα Επτάνησα αλλά τα αρματολίκια το Παρνασσού.
Έλληνας οπλαρχηγός
Η μητέρα τον Γ. Καραϊσκάκη ήταν καλόγρια, και σε αυτό οφείλεται το πιο γνωστό από τα προσωνύμια που απέκτησε: «ο γιος της καλογριάς». Οι βιογράφοι τον διασώζουν το όνομα και την καταγωγή της: Ζωή Ντιμισκή ή Διμισκή, από οικογένεια οπλαρχηγών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας.
Πατέρας του θεωρείται ο Δημήτρης Ίσκος ή Καραΐσκος, εγγονός (από την πλευρά της μητέρας του) του φημισμένου αρματολού της επαρχίας Βάλτου Γερο-Σταθά.
Όπως όλοι οι αρματολοί της εποχής εκείνης που διατήρησαν για χρόνια το αρματολίκι τους, ο Δ. Καραΐσκος στηριζόταν στις ικανότητές του στα όπλα και τον πόλεμο, στα διασφάλιση της εύνοιας του Αλή πασά και στις διευρυμένες σχέσεις συγγένειας, συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας με οπλαρχηγούς και αρματολούς γειτονικών επαρχιών. Μεταξύ άλλων και με τον αρματολό του γειτονικού Ραδοβιζίου Γώγο Μπακόλα, που ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Γ. Καραϊσκάκη.
Ο Κατσταντώνης έγινε αρχηγός ομάδας κλεφτών τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα πιθανώς 1802 – 1803. Φαίνεται ότι ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε στην ομάδα Κατσαντώνη την εποχή αυτή. Το 1806 σε συμπλοκή με τους Κατσαντωναίους σκοτώθηκε ο δερβέναγας των Αγράφων Βελή Γκέκας και μια από τις σφαίρες που τον σκότωσε αποδίδεται στον Καραϊσκάκη. Γραμματέας του Βελή Γκέκα, ο 16χρονος τότε Γιαννάκης Ράγκος μελλοντικός ανταγωνιστής του Καραϊσκάκη για το αρματολίκι των Αγράφων. Το 1807 με αρχές 1808 μετά από συνομωσία συνελήφθη ο Κατσαντώνης, φυλακίστηκε στα Γιάννενα και εκτελέστηκε με βασανιστήρια. Μετά το θάνατο του Κατσαντώνη η ομάδα συνέχισε με τον αδερφό του τον Λεπενιώτη έως το 1810 οπότε κατέφυγε καταδιωγμένη αρχικά στο Μεγανήσι και στη συνέχεια στο νησί Κάλαμος.
Την εποχή εκείνη, σύμφωνα με τον Κασομούλη, ο Αλή πασάς «προσκαλούσεν τους Κατσαντωναίους να προσκυνήσουν», με αντάλλαγμα το αρματολίκι των Αγράφων. Οι Κατσαντωναίοι αποδέχτηκαν την πρόταση, εγκατέλειψαν τα Επτάνησα και επέστρεψαν στα Άγραφα το 1811, τη φορά αυτή ως αρματολοί.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, καθώς ήταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα, έγινε κολιτζής, δηλαδή τοποθετήθηκε επικεφαλής σε ένα μικρότερο τμήμα (κόλι) του αρματολικιού. Ωστόσο, η παρουσία των Κατσαντωναίων στα Άγραφα ως αρματολών κράτησε λίγους μόνο μήνες, έως την άνοιξη του 1812, όταν σκοτώθηκε μετά από συνομωσία ο Κώστας Λεπενιώτης. Στη συνέχεια, η ομάδα προσπάθησε να κρατήσει το αρματολίκι με τη βία, καταδιώχθηκε, επιδίωξε να βρει άσυλο στη Λευκάδα χωρίς επιτυχία και τελικά, όσοι απέμειναν, με επικεφαλής τον Γεώργιο Τσόγκα, προσκύνησαν τον Αλή πασά. Ο Τσόγκας τοποθετήθηκε αρματολός στη Βόνιτσα, ενώ ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε στα στρατιωτικά σώματα του πασά και έμεινε στα Ιωάννινα.
Μετά το προσκύνημα των Κατσαντωναίων, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παρέμεινε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στα στρατιωτικά σώματα του Αλή πασά. Εκεί έμεινε έως τις απαρχές της επανάστασης και στο διάστημα αυτό ο γάμος του είναι το μόνο γεγονός που γνωρίζουμε από την περίοδο της «θητείας» του στα Ιωάννινα. Η σύζυγός του τον συνέδεσε με δεσμούς συγγένειας, στην προκειμένη περίπτωση επιγαμίας, με μία ακόμη οικογένεια καπετάνιων της περιοχής, τους Ψαρογιαναίους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1820 ο Καραϊσκάκης ήταν περίπου σαράντα χρονών και είχε διανύσει αρκετές φορές τη συνηθισμένη διαδρομή των κλεφτών και των αρματολών από την παρανομία στη νομιμότητα. Δεν είχε δημιουργήσει τη δική του ομάδα, ούτε συγκαταλεγόταν στους σημαντικούς καπετάνιους της εποχής εκείνης, είχε ωστόσο τη φήμη ικανού πολεμιστή εξαιτίας της «θητείας» του στους Κατσαντωναίους. Αυτά τα χρόνια, από την δεκαετία του 1790 έως την επανάσταση τον 1821, έμαθε να πολεμά και να εξοικονομεί τη βία, έμαθε με άλλα λόγια να δείχνει τις ικανότητές του στη μάχη αλλά και να διαπραγματεύεται με τις οθωμανικές αρχές προκειμένου να καταλαμβάνει θέσεις στους στρατιωτικούς μηχανισμούς της περιοχής, δηλαδή στα αρματολίκια και στα στρατιωτικά σώματα του Αλή πασά.
Ο αποχαιρετισμός του καπετάνιου. Έργο του Διονυσίου Τσόκου
Στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης
Ο Αλή πασάς, τον Ιούλιο του 1820, κηρύχθηκε αποστάτης από την Υψηλή Πύλη. Στη στρατιωτική αντίσταση που πρόβαλε ο Αλή πασάς, τόσο ο ίδιος όσο και η πλευρά του Σουλτάνου προσπάθησαν να προσελκύσουν και τους χριστιανούς οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής κλέφτες και αρματολούς, αλλά και όσους βρίσκονταν στα Επτάνησα, όπως ήταν οι Σουλιώτες. Πολλοί συντάχθηκαν με τη μία ή την άλλη πλευρά, ενώ άλλοι, όπως ο Γ. Καραϊσκάκης, βρέθηκαν να υπηρετούν διαδοχικά και τα δύο στρατόπεδα. Η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη από την άνοιξη του 1821, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση.
Ο φόνος του Αλή Πασά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Όταν ο Αλή πασάς κηρύχθηκε αποστάτης, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στα Ιωάννινα. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό του Αλή πασά και για ένα διάστημα εντάχθηκε στο στρατόπεδο των σουλτανικών. Είναι πιθανόν να εγκατέλειψε τον Αλή πασά το φθινόπωρο του 1820, μαζί με τον Ομέρ Βρυώνη, καθώς το καλοκαίρι του 1820 ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Ομέρ Βρυώνης ήταν στα Άγραφα και προσπαθούσαν να στρατολογήσουν για λογαριασμό του Αλή πασά. Άγνωστο πότε, πιθανώς στα τέλη του χρόνου, κατάφερε να διαφύγει από τα Ιωάννινα και να φυγαδεύσει την οικογένειά του στον Κάλαμο. Από εκεί πήγε στη Βόνιτσα, στον παλαιό του γνώριμο Γ. Τσόγκα, και κατόπιν, πιθανώς κατά τους πρώτους μήνες του 1821, πήγε στους συγγενείς του στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, στα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι. Πάντως, στα τέλη Μαΐου 1821 ήταν στο σώμα των Κουτελιδαίων που κατευθύνθηκε στο Μακρυνόρος, στη θέση Λαγκάδα. Στις 28 και 29 Μαΐου 1821, στη θέση Κούλια, ο Ανδρέας Ίσκος, πιθανώς και με βοήθεια από το σώμα της Λαγκάδας, σταμάτησε την πορεία ενός τμήματος του οθωμανικού στρατού που επιχείρησε να μετακινηθεί από την Άρτα προς τη Ναύπακτο με επικεφαλής τον Ισμαήλ πασά Πλιάσα. Στις αρχές Ιουνίου, τα σώματα αυτά προωθήθηκαν πλησιέστερα στην πόλη της Άρτας και σε μάχη πού έγινε στις 8 Ιουνίου 1821, στο Κομπότι, ο Γ. Καραϊσκάκης πληγώθηκε. Ο Μακρυγιάννης γράφει για το περιστατικό: «Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση. περιπαίζοντας τους Τούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη». Ο απερίσκεπτος τραυματισμός του Καραϊσκάκη είναι ενδεικτικός του χαρακτήρα του (διακωμώδηση του αντιπάλου), αλλά και του τρόπου με τον οποίο πολεμούσε δηλαδή στην πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς καμία προφύλαξη.
Ο Ομέρ Βρυώνης. Ξυλογραφία
Η επόμενη μαρτυρία για συμμετοχή του Γ. Καραϊσκάκη σε μάχες είναι στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, δύο μήνες μετά τον τραυματισμό του. Βρισκόταν ξανά στα περίχωρα της Άρτας και πολεμούσε υπό τις οδηγίες τον Γώγου Μπακόλα έως τα τέλη Νοεμβρίου 1821. Τότε λύθηκε η πολιορκία της πόλης και τα διάφορα στρατιωτικά σώματα Σουλιωτών και Ρουμελιωτών αποχώρησαν για τις περιοχές τους, αφού πρώτα «εμούστωσαν εις τα λάφυρα, εκδύοντεs τας οικίας των κατοίκων Ελλήνων και Εβραίων», όπως έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός. Ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει και σε μια μάχη στο Μαράτι της Άρτας «και μέσα εις το τζαμί του Φαϊκ πασά εκλείσθη ο Καραϊσκάκης κι ο Μάρκος και πολέμησαν γενναία τους Τούρκους, και εγύρισαν οι νικημένοι οι δικοί μας και όλοι κάναν έναν μεγάλον σκοτωμό των Τούρκων και τους βάλαν στην Άρτα».
Γεώργιος Καραϊσκάκης, ελαιογραφία του Γ. Μαργαρίτη
Σε αυτές λοιπόν τις πρώτες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας, ο Γ. Καραϊσκάκης επιβεβαίωνε τη φήμη που είχε αποκτήσει από τη θητεία του στον Κατσαντώνη και τον Αλή πασά. Όταν εγκατέλειψε τον Αλή πασά και αργότερα τους «σουλτανικούς», δεν είχε, όπως είδαμε, δική του ομάδα και δικό του «τόπο». Έτσι, στηρίχθηκε στους δεσμούς συγγένειας για να ενταχθεί στο αρματολικό δίκτυο του Γώγου Μπακόλα και να αναδειχθεί μέσα σε αυτό. Με την είσοδό του στην ομάδα του Μπακόλα, ο Γ. Καραϊσκάκης εντάχθηκε ταυτόχρονα στα δίκτυα σχέσεων και ιεραρχιών των οπλαρχηγών της ευρύτερης περιοχής. Δεν ήταν πια ο «υπομίσθιος» του Αλή πασά, αλλά ένας από τους οπλαρχηγούς του Γώγου Μπακόλα.
Σε αρκετές ορεινές επαρχίες τέθηκαν σε αμφισβήτηση οι υπάρχοντες αρματολοί από παλαιούς και νεοφανείς ανταγωνιστές τους και αρκετά αρματολίκια αποτέλεσαν πεδίο ανταγωνισμού. Ένα από τα αρματολίκια που διεκδικήθηκαν από αρκετούς οπλαρχηγούς ήταν και εκείνο των Αγράφων. Ο Γ. Καραϊσκάκης διατηρούσε σχέσεις με τοπικούς παράγοντες από τα χρόνια που ήταν κλέφτης και για ένα διάστημα αρματολός στα Άγραφα με τούς Κατσαντωναίους.
Στις αρχές του 1822, τον συναντάμε να επιτίθεται μαζί με τον Γώγο Μπακόλα για την εξουδετέρωση της οθωμανικής φρουράς που έλεγχε το πέρασμα της γέφυρας του Κοράκου από την πλευρά του Ραδοβιζίου, σπουδαία στρατηγική θέση για την προσπάθεια του Καραϊσκάκη να καταλάβει τα Άγραφα.
Αρματολός στα Άγραφα. Τα «καπάκια»
Στο αρματολίκι των Αγράφων στις 20 Μαρτίου 1822, «το συμβούλιον του πολέμου της Δυτικής Χ. Ελλάδος απεφάσισε την εκστρατείαν κατά των εχθρών των κατακρατούντων τα Άγραφα», με επικεφαλής «τον «γενναίον χιλίαρχον κύριον Γιαννάκη Ράγκου οδηγόν της εκστρατείας των Αγράφων».
Ωστόσο, στο εσωτερικό της Γερουσίας είχαν δημιουργηθεί αντιδράσεις σχετικά με την επιλογή του Γιαννάκη Ράγκου ως αρχηγού της εκστρατείας. Μεταξύ εκείνων που αντέδρασαν στην αποστολή του Γιαννάκη Ράγκου στα Άγραφα ήταν και ο Ανδρέας Ίσκος. Η Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, προφανώς σε μια προσπάθεια να μειώσει και εκτονώσει την ένταση που υπήρχε μεταξύ οπλαρχηγών και τοπικών παραγόντων του Βάλτου, έδωσε εντολή στον Α. Ίσκο «να στείλη και αυτός ένα άνθρωπόν του, διά να είναι μαζί με τον Ράγκον, διά το ασκανδάλιστον», όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται σε αναφορά της προς τον Αλ. Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1822. Ο Α. Ίσκος επέλεξε τελικά να στείλει στα Άγραφα τον Γ. Καραϊσκάκη.
Ο Γ. Καραϊσκάκης με αφετηρία τη μικρή σε αριθμό στρατιωτών βοήθεια που δέχθηκε την άνοιξη του 1822 από τους αρματολούς των ορεινών επαρχιών της Άρτας, (Μπακόλα, Κουτελίδα), είχε καταφέρει μέσα σε λίγους μήνες να επεκτείνει τα δίκτυα της επιρροής του στην επαρχία των Αγράφων και να διευθύνει ένα πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα, με το οποίο εξεδίωξε τόσο τις οθωμανικές φρουρές όσο και τον Γιαννάκη Ράγκο.
Σπουδαία κίνησή του η συμμαχία με τον αρματολό του Ασπροποτάμου Ν. Στορνάρη. Ο Ν. Στορνάρης για να προστατεύσει τις πλάτες του από τις ληστρικές επιδρομές από τις ορεινές επαρχίες της Άρτας τον υποστήριξε για το αρματολίκι των Αγράφων και διαπραγματεύτηκε με τις οθωμανικές αρχές το προσκύνημα των δύο αρματολικιών.
Έτσι, ο Γ. Καραϊσκάκης, με την υποστήριξη που έλαβε στην αρχή από τους συγγενείς του, χάρη επίσης στην ικανότητά του να συγκροτήσει τα δικά του δίκτυα υποστηρικτών και να υπερισχύσει στρατιωτικά του Γιαννάκη Ράγκου και, βεβαίως, με την καθοριστική μεσολάβηση τον Ν. Στορνάρη, κατόρθωσε να καταστεί αρματολός Αγράφων.
Τα «καπάκια»
Τα λεγόμενα «καπάκια», που ήταν οι συμφωνίες των αρματολών για την αποκήρυξη της ελληνικής επανάστασης με αντάλλαγμα την υποστήριξη στο αρματολίκι τους απασχόλησε ιδιαίτερα την ιστοριογραφία. Για την εποχή εκείνη πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη και η σημαντική υποχώρηση της επανάστασης με την ήττα στο Πέτα (Ιούλιος 1822), την συνθηκολόγηση και αποχώρηση των Σουλιωτών (Αύγ. – Σεπ. 1822), την ανεμπόδιστη προέλαση των οθωμανικών δυνάμεων ως τα τείχη του Μεσολογγίου (Οκτ. 1822) και τα καπάκια των σημαντικότερων οπλαρχηγών (Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Κουτελιδαίοι, Ίσκος, Ράγκος).
Μετά την ήττα στο Πέτα, ο Αλ. Μαυροκορδάτος επιχειρούσε να ανασυγκροτήσει τα στρατόπεδα και να οργανώσει την άμυνα της δυτικής Ρούμελης απέναντι στην κάθοδο οθωμανικών δυνάμεων από την πλευρά της Άρτας προς το Μεσολόγγι. Για τον σκοπό αυτόν διατηρούσε συνεχή επικοινωνία και απηύθυνε αλλεπάλληλες επιστολές σε οπλαρχηγούς, ακόμη και αν γνώριζε ή υποψιαζόταν ότι αυτοί συνομιλούσαν και διαπραγματεύονταν με τις οθωμανικές αρχές – κάτι άλλωστε που οι περισσότεροι πράγματι έκαναν.
Τέλη Οκτωβρίου 1822, ο Γιαννάκης Ράγκος και άλλοι προσκυνημένοι αρματολοί μετείχαν στην εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη, του Ισμαήλ πασά Πλιάσα και του Μεχμέτ Ρεσίτ πασά (ή Κιουταχή) για την καθυπόταξη του Μεσολογγίου. Αρκετοί όμως από τους «προσκυνημένους» αρματολούς, μεταξύ αυτών ο Γιαν. Ράγκος και ο Α. Ίσκος, εγκατέλειψαν του Οθωμανούς προς το τέλος του χρόνου και επέστρεψαν στην ελληνική πλευρά.
Αντίθετα, άλλοι οπλαρχηγοί διατήρησαν τις συμφωνίες τους με τις οθωμανικές αρχές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Ν. Στορνάρης, ο Γώγος Μπακόλας και οι Κουτελιδαίοι, δηλαδή οι αρματολοί τεσσάρων γειτονικών αρματολικιών ανάμεσα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη δυτική Ρούμελη, οι οποίοι διατηρούσαν σχέσεις συμμαχίας που στηρίζονταν σε δεσμούς συγγένειας και επιγαμιών. Οι εν λόγω αρματολοί πάντως δεν είχαν διακόψει την επικοινωνία τους και με την ελληνική πλευρά. Σε κάποιες περιπτώσεις προσέφεραν βοήθεια στις ελληνικές επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να συμμετέχουν αυτοπροσώπως και με όλες τι δυνάμεις τους στις μάχες και ιδίως στην πολιορκία του Μεσολογγίου.
Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ν. Στορνάρης και ο Γ. Καραϊσκάκης, εκτός από τις επίσημες συμφωνίες που επικυρώθηκαν από τον Χουρσίτ πασά, προχώρησαν αμέσως μετά σε ξεχωριστές συμφωνίες και με τον δερβέναγα των Τρικάλων. Ο συγκεκριμένος δερβέναγας επόπτευε τα δύο αρματολίκια και ήταν κατά κάποιο τρόπο κι αυτός παράγοντας της περιοχής. Γνώριζε δηλαδή καλά τα πρόσωπα και τις σχέσεις ανάμεσά τους και αντιλαμβανόταν την πολυπλοκότητα των καταστάσεων που έπρεπε να χειριστεί.
Στις αρχές του 1823, λοιπόν, ο Γ. Καραϊσκάκης διατηρούσε με «την σπάθην» του την κυριαρχία του στα Άγραφα. Αυτό είχε συμβεί με την απόκρουση ενός τμήματος των Οθωμανών στο Σοβολάκο μετά την ήττα τους στο Μεσολόγγι. Με τον ίδιο τρόπο εκδίωξε τον Απρίλιο 1823 και μια ομάδα στρατιωτών του Κίτσου Τζαβέλα που επιχείρησαν να εισχωρήσουν στα Άγραφα (για πλιάτσικο ή να εκβιάσουν για να ενταχθούν στις δυνάμεις του αρματολικιού).
Ο Χουρσίτ πασάς, λιθογραφία
Αποχώρηση από τα Άγραφα
Έως την εποχή εκείνη ήταν ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Ν. Στορνάρης που είχαν καταφέρει να επιβάλουν τους όρους τους στις οθωμανικές αρχές, με πόλεμο και με διαπραγματεύσεις. Το καλοκαίρι του 1823, όμως, η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Ήταν ο οθωμανός αξιωματούχος Μαχμούτ πασάς της Σκόδρας που ήθελε να περάσει από τα αρματολίκια και ανακοίνωνε τους όρους του: «όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου». Η επιστολή του πασά δεν ήταν μια πρόσκληση για διαπραγματεύσεις. Ήταν ένα τελεσίγραφο που έληγε σε δεκαπέντε ημέρες και απαιτούσε υποταγή απειλώντας με πόλεμο. Ο Γ. Καραϊσκάκης αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα, οπισθοχωρώντας προς το Καρπενήσι, μετά από κάποιες μικρές συγκρούσεις κατά το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου 1823 που διευκόλυναν τους κατοίκους των Αγράφων να απομακρυνθούν προς ασφαλέστερες περιοχές.
Στα τέλη Αυγούστου 1823 επέστρεψε για λίγες ημέρες στα Άγραφα και ίσως προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τις οθωμανικές αρχές προκειμένου να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση του ως αρματολού. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε από τις πηγές για την παρουσία του εκείνες τις ημέρες στα Άγραφα και για το αν τελικά «προσκύνησε» είναι αντιφατικές. Το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και προς τα τέλη Σεπτεμβρίου 1823 ή στις αρχές Οκτωβρίου 1823 εγκατέλειψε τα Άγραφα και πήγε στα Επτάνησα αναζητώντας θεραπεία. Αρχικά πήγε στην Ιθάκη και μετά την άρνηση των αρχών να τον δεχθούν πέρασε για λίγο στον Κάλαμο, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Από εκεί πήγε στην Κεφαλονιά, και τελικά έγινε δεκτός στο λοιμοκαθαρτήριο.
Ο Γιαννάκης Ράγκος επεδίωξε να αναγνωριστεί ξανά από την ελληνική Διοίκηση ως στρατιωτικός αρχηγός της επαρχίας, αντί του Γ. Καραϊσκάκη. Κατάφερε να πάρει μαζί του τοπικούς παράγοντες των Αγράφων οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 1823 έστειλαν αναφορές προς την ελληνική Διοίκηση, στις οποίες ο Γ. Καραϊσκάκης χαρακτηρίζεται «δεύτερος Ιούδας» και «ανθρωπόμορφος λύκος», και ζητούσαν ως στρατιωτικό αρχηγό τον «ελευθερωτήν της πατρίδος» Γιαννάκη Ράγκο.
Η επίλυση του ανταγωνισμού για το αρματολίκι των Αγράφων περιήλθε λοιπόν στη δικαιοδοσία της Διοίκησης με τη σύμφωνη γνώμη και χάρη σε ενέργειες και του Γιαν. Ράγκου και του Γ. Καραϊσκάκη, που επιζητούσαν αμφότεροι τη στήριξή της.
Ο στρατηγός Γιαννάκης Ράγκος. Ξυλογραφία
Όταν λοιπόν ο Γ. Καραϊσκάκης εγκατέλειψε την Κεφαλονιά δεν πήγε στα Άγραφα για να ανακαταλάβει το αρματολίκι του αλλά στο Μεσολόγγι. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της ελληνικής επανάστασης στη δυτική Ρούμελη. Ωστόσο, οι προσπάθειές του δεν αποδείχτηκαν αποτελεσματικές. Οι αποφάσεις της Διοίκησης για το αρματολίκι των Αγράφων ήταν ευνοϊκές για τον Ράγκο.
Σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο – Καταδίκη για προδοσία
Αρχές του 1824 ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε να οργανώσει εκστρατεία στις ορεινές επαρχίες της Άρτας που ήταν «προσκυνημένες» από το 1822. Στα σχέδια της εκστρατείας δεν περιλαμβανόταν οι δυσαρεστημένοι με τον Μαυροκορδάτο οπλαρχηγοί και συμπαθούντες τους προσκυνημένους αρματολούς Μπακόλα, Κουτελιδαίους κτλ. όπως ο Γ. Καραϊσκάκης. Ο Κασομούλης μεταφέρει ένα διάλογο του Καραϊσκάκη με τους οπλαρχηγούς που συμμετείχαν στην εκστρατεία για τον τρόπο που αναφέρεται για τον Μαυροκορδάτο απευθυνόμενος στον Νότη Μπότσαρη. «-Ποία Κυβέρνησις, Καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομμάτης; Ποίοι τον έκαμαν Κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν».
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865). Επιζωγραφισμένη λιθογραφία
Οι σχέσεις του Γ. Καραϊσκάκη με τη Διοίκηση επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο τον Απρίλιο 1824, εξαιτίας ορισμένων βίαιων περιστατικών στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι, όπως η σύλληψη δύο προεστών από στρατιώτες του Καραϊσκάκη και η κατάληψη της νησίδας Βασιλάδι. Νωρίτερα συνελήφθη ο Κώστας Βουλπιώτης με επιστολές του Γ. Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη, – μάλλον ραδιουργία επειδή ο Κ. Βουλπιώτης ήταν συγγενής του Γ. Ράγκου – και υποστήριξε ότι τον είχε στείλει ο Γ. Καραϊσκάκης στα Ιωάννινα για να διαπραγματευτεί με τον πασά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης στη δυτική Ρούμελη.
Τελικά, ο Γ. Καραϊσκάκης πείστηκε να απελευθερώσει τους προεστούς, απέσυρε τους στρατιώτες του από τις οχυρές θέσεις που είχαν καταλάβει και αποδέχτηκε την προσαγωγή του σε «δίκη», στα τέλη Μαρτίου 1824, από «επιτροπή, τόπον επέχουσα στρατιωτικού δικαστηρίου», όπως σημειώνεται στο καταδικαστικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Μεσολογγίου (φ. 30,12 Απριλίου 1824) με τίτλο «Προκήρυξιs των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη». Τους ρόλους του κατήγορου και του δικαστή ανέλαβαν στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες της δυτικής Ρούμελης που ήταν στην πλειονότητά τους φίλοι του Αλ. Μαυροκορδάτου ή, στη συγκυρία αυτή, δεν θέλησαν να αντιταχθούν στην πολιτική του. Ο Ν. Κασομούλης, που εκτελούσε χρέη πρακτικογράφου, μετέφερε στα απομνημονεύματά του πολύτιμες πληροφορίες για τη διαδικασία αυτή. Η «Προκήρυξιs των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», προέβλεπε ότι: «είναι διωγμένος από την πατρίδα, και δεν έχει καμμίαν εξουσίαν παρά της διοικήσεως, μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. […] Πάντες δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν ενόσω να μετανοήση και να προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρησιν».
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Απριλίου 1824, ο Γ. Καραϊσκάκης, που εξακολουθούσε να είναι άρρωστος και με δυσκολία μπορούσε να μετακινηθεί, αναχώρησε από το Αιτωλικά με ένα μέρος των στρατιωτών του και κατευθύνθηκε προς τον Βάλτο. Εκεί, βοηθούμενος από τον Α. Ίσκο, τους Μπακολαίους και τους Κουτελιδαίους, συγκέντρωσε ένα σώμα εξακοσίων περίπου στρατιωτών και κατευθύνθηκε προς τα Άγραφα με στόχο να καταλάβει το αρματολίκι, «για να βαρέσει Τούρκους» όπως υποστήριζε. Ωστόσο, σε επιστολή του προς τον δερβέναγα Τρικάλων, στις 5 Μαΐου 1824, δήλωνε την πρόθεσή του να ανακτήσει το αρματολίκι, και του ζητούσε να συναντηθούν και να συζητήσουν του όρους της αναγνώρισής του από τις οθωμανικές αρχές. Αλλά την εποχή εκείνη ο δερβέναγας δεν επιθυμούσε την επιστροφή ταυ Γ. Καραϊσκάκη στα Άγραφα. Σε επιστολή του προς τον Ν. Στορνάρη, έγραφε: «Εγώ αυτουνού του γύφτου και του χαΐνη δεν του δίδω ούτε καλύβα, όχι Άγραφα».
Η ελληνική Διοίκηση ανέθεσε στον Ν. Στορνάρη, Γ. Ράγκο, Γ. Τσόγκα, οι οποίοι μαζί με άλλους προσκυνημένους οπλαρχηγούς των Αγράφων και τον Δερβέναγα των Τρικάλων συντόνιζαν την εκδίωξη του. Στην κρίσιμη μάχη που έγινε μέσα Μαΐου 1824 στο μοναστήρι της Βράχας, ο Καραϊσκάκης βρέθηκε περικυκλωμένος από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και με δυσκολία κατάφερε να διαφύγει στο Καρπενήσι.
Στο Καρπενήσι βρίσκονταν τα στρατιωτικά σώματα του Α. Ίσκου, του Γ. Γιολδάση και άλλων οπλαρχηγών και με την παρουσία τους απέτρεψαν την περαιτέρω καταδίωξη του Γ. Καραϊσκάκη. Μάλιστα, έστειλαν επιστολές προς τον Γιαννάκη Ράγκο, με τις οποίες κατέστησαν σαφές και στον Αλ. Μαυροκορδάτο ότι ήταν πεισμένοι για την αθωότητα και τον πατριωτισμό του Γ. Καραϊσκάκη, και ότι θα τον βοηθούσαν να το αποδείξει. Μαζί τους συμφωνούσαν και άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσοδήμος κ.α. Η πίεσή τους έκανε τον Αλ. Μαυροκορδάτο να εμφανίζεται διαλλακτικός, απαιτούσε να απευθυνθεί ο Γ. Καραϊσκάκης στη Διοίκηση και να ζητήσει συγνώμη, κάτι άλλωστε που προέβλεπε και η καταδικαστική «Προκήρυξις», αλλά η επιστολή συγνώμης που του έστειλε ο Γ. Καραϊσκάκης δεν του άφηνε πολλά περιθώρια να συναινέσει.
«Εμένα η κακή τύχη μου και αρρώστησα οπίσω. δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τόσους αφορισμούς όπου μου εκάμετε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέση η Διοίκησις, και όλοι οι χριστιανοί, και να μου σταλθή και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως».
Ο Αλ. Μαυροκορδάτος, που την ημέρα της αποχώρησης του Γ. Καραϊσκάκη από το Αιτωλικό είχε απειληθεί από τον οξύθυμο οπλαρχηγό («εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί, και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπόν σου», του είχε πει), δεν συγχώρησε τον Γ. Καραϊσκάκη, ούτε του απάντησε, και στο επόμενο διάστημα προσπάθησε να αποτρέψει την αμνήστευσή του από την ελληνική Διοίκηση. Όταν έλαβε όμως την επιστολή, πρέπει να ένιωσε πολύ ικανοποιημένος, καθώς επέτρεψε στον εαυτό του να γράψει σε ένα ύφος που δεν συνήθιζε, εμπαικτικό, παρόμοιο με εκείνο του Γ. Καραϊσκάκη «τούτην την στιγμήν ήλθε ο Μήτρος του Γεροθανάση και με έφερε τα γράμματα των στρατηγών και έν του Καραϊσκάκη ο οποίος με συγχώρεσιν είναι χεσμένος».
Τελικά, ο Γ. Καραϊσκάκης, με τη μεσολάβηση του Α. Ίσκου και άλλων οπλαρχηγών, πήγε στο Ναύπλιο, πιθανώς το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου 1824, και έγινε δεκτός από τη Διοίκηση. Παρά τις επιστολές του Αλ. Μαυροκορδάτου και των προσκείμενων σε αυτόν οπλαρχηγών, με παρέμβαση του Κωλέττη τελικά ο Γ. Καραϊσκάκης αμνηστεύτηκε, ανέκτησε τον στρατιωτικό του βαθμό και τοποθετήθηκε στα στρατόπεδα της ανατολικής Ρούμελης. Στη συνέχεια, έλαβε μέρος σε μάχες που έγιναν μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων (Άμφισσας), όπως σε εκείνην στη Βάργιανη, στις 14 Σεπτεμβρίου 1824.
Συνοπτική αναφορά μετά το 1825
Προτιμήσαμε να φωτίσουμε την άγνωστη βιογραφία του Γ. Καραϊσκάκη μέχρι το 1824, όταν ως κλεφταρματολός η μοναδική του έγνοια ήταν το αρματολίκι του.
Το υπόλοιπο βιογραφικό του μετά το 1824, ας το πούμε «ηρωικό», ανήκει στην επίσημη ιστορία της Ελλάδος, αυτή που μαθαίνουμε από τα σχολικά βιβλία, που συνοπτικά έχει ως εξής.
Μετά τον Ιούνιο 1824 συμμετέχει στις εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο στο πλευρό της Διοίκησης.
Το 1825 αρχικά συμμετέχει στην άτυχη μάχη με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά στο Κρεμμύδι Μεσσηνίας. Μετά τον Απρίλιο επιστρέφει στη Ρούμελη και του ανατίθεται η διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την άρση της πολιορκίας του Μεσολογγίου.
Το 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τοποθετείται επικεφαλής των στρατιωτικών σωμάτων που εκστράτευσαν στην Αττική και στη συνέχεια ορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Ρούμελης. Τον Οκτώβριο ξεκινά την εκστρατεία της Ρούμελης και πέτυχε σημαντικές νίκες στην Αράχοβα και στο Τουρκοχώρι.
Αρχές του 1827 νίκη των δυνάμεων του Καραϊσκάκη στις συγκρούσεις στο Δίστομο. Εμπεδώνεται η στρατιωτική κυριαρχία της ελληνικής πλευράς στις περισσότερες επαρχίες της Ρούμελης. Μετά, τον Φεβρουάριο 1827 επιστρέφει στην Αττική και ανασυγκροτεί τις ελληνικές δυνάμεις με κέντρο τα στρατόπεδα του Φαλήρου και του Κερατσινίου με σκοπό να διαλύσουν την πολιορκία της Αθήνας από τις οθωμανικές δυνάμεις.
Στις 22 Απριλίου 1827 τραυματίζεται θανάσιμα στο Φάληρο σε αψιμαχία με τις τουρκικές δυνάμεις. Για πολλούς έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του.
Ο Κολοκοτρώνης που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται και να μην διακινδυνεύσει τη ζωή του σε ασήμαντες αψιμαχίες, διότι ήταν ηγέτης και από αυτόν εξαρτιόταν το ασκέρι του και ο αγώνας. Δυστυχώς ο Ρουμελιώτης ήρωας διάβασε το γράμμα του γέρου όταν ξεψυχούσε.
Ο Καραϊσκάκης πέθανε ανήμερα της γιορτής του στις 23 Απριλίου 1827 και θάφτηκε όπως επιθυμούσε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Λίγο νωρίτερα είχε πληροφορηθεί το θάνατο της γυναίκας του της Γκόλφως.
Το 1835 τα οστά του Καραϊσκάκη μεταφέρονται από τη Σαλαμίνα στο Φάληρο, σε δημόσια τελετή στην οποία παραβρέθηκε το βασιλικό ζεύγος.
Επίλογος
Μικρή κριτική αποτίμηση
Στον πρόλογο της βιογραφίας που συνέγραψε για τον Γ. Καραϊσκάκη, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος τον χαρακτηρίζει ως το «γνησιότερον προϊόν» της ελληνικής επανάστασης, και στηρίζει την παραπάνω θέση του στην εξής επιχειρηματολογία: «Οι δύο έτεροι μεγάλοι αυτού ενάμιλλοι ο Κολοκοτρώνης και ο Μιαούλης, […] απεκαλύφθησαν από της πρώτης του σταδίου αυτών αρχής και ατροπολόγητα σχεδόν διέμειναν μέχρι του τέλους. ώστε δύνανται οι χαρακτήρες εκείνοι να θεωρηθώσι μάλλον ως προϊόν των προτέρων της επαναστάσεως χρόνων και περιστάσεων ή ως καρπός της επαναστάσεως αυτής. Του δε Γ. Καραϊσκάκη ο χαρακτήρ, και η δεξιότης διεμορφώθησαν εξ εναντίας εν τω μέσω της επαναστάσεως και διά της βαθμιαίας αυτής επενεργείας και μετ’ αυτής, ούτως ειπείν, συνηύξησαν και συνετελειώθησαν. Εν αρχή της επαναστάσεως ο Καραϊσκάκης είναι ουδέν άλλο, ειμή είς των παλαιών κλεπτών και αρματωλών, ους επαρασκεύασεν η προηγούμενη εποχή, […] οι τρόποι του είναι βάναυσοι, οι λόγοι πολλάκις αισχροί, η ηθική αξία της κυβερνητικής του έθνους ενότητος, ακατάληπτος έτι αυτώ. η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται εις το να λάβη το αρματωλίκιον των Αγράφων. Αλλά περί το 1825, ο αυτός άνθρωπος ανυψούται βαθμηδόν, υπέρ το κοινόν μέτρον των κατά την Ρούμελην συναδέλφων αυτού, φέρων εις μέσον αξιώσεις υψηλοτέρας και γενναιοτέρας, αγωνιζόμενος δε να δικαιώσει τας αξιώσεις αυτάς».
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η περίπτωση του Γ. Καραϊσκάκη δεν είναι ασφαλώς αντιπροσωπευτική των εξελίξεων στα περιβάλλοντα των οπλαρχηγών της Ρούμελης στα χρόνια της επανάστασης. Είναι όμως χαρακτηριστική των βαθύτατων αλλαγών, των ρήξεων και των μετασχηματισμών που επέφερε η εθνική επανάσταση στα εν λόγω περιβάλλοντα και, ευρύτερα, στην οργάνωση των σχέσεων εξουσίας στον ορεινό χώρο και στο σύστημα του αρματολισμού.
Μόνο μετά το 1824, λοιπόν, συμμερίστηκε και προήγαγε ο Γ. Καραϊσκάκης τον αδιαπραγμάτευτο πόλεμο της εθνικής επανάστασης, επιδεικνύοντας νομιμοφροσύνη στις πολιτικές αρχές του επαναστατημένου έθνους. Από την εποχή εκείνη αναδείχθηκε σταδιακά στα υψηλότερα στρατιωτικά αξιώματα και χάρη στις αδιαμφισβήτητες στρατιωτικές του ικανότητες και στις πολύ σημαντικές στρατιωτικές του επιτυχίες, ιδίως κατά την εκστρατεία της Ρούμελης τον χειμώνα του 1826-1827, ενσάρκωσε παραδειγματικά το πρότυπο του στρατιωτικού αρχηγού της εθνικής επανάστασης – και με τον θάνατό του εισήλθε στο πάνθεον των ηρώων της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Ο Καραϊσκάκης στην ιστορία και την τέχνη
Η ιστορία και η τέχνη από νωρίς τίμησαν ιδιαίτερα τον Γ. Καραϊσκάκη.
Το 1828 ο Γεώργιος Γαζής εκδίδει στην Αίγινα την πρώτη βιογραφία του. Στο Λιβόριο εκδόθηκε η τραγωδία του Γ. Αναξαγόρα Ναύτη «ο θάνατος του Καραϊσκάκη».
Το 1834 εκδίδεται στη Χαλκίδα η βιογραφία «Ο Καραϊσκάκης» του δ. Αινιάν, ο οποίος κατέγραψε την στρατιωτική δράση του στην αττική και κατά την εκστρατεία της Ρούμελης.
Μάχη των Αθηνών, θάνατος Καραϊσκάκη. Λιθογραφία άγνωστου Ιταλού ζωγράφου
Το 1842-1843 ο Π. Σούτσος δημοσιεύει λυρικό δράμα για τον Καραϊσκάκη και ο Ιωάννης Ζαμπέλος τραγωδία.
Το 1858 ο Κ. Παπαρρηγόπουλος δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο Έλλην» σειρά άρθρων για τον Καραϊσκάκη, τα οποία εκδόθηκαν το 1867 ως αυτοτελές βιβλίο.
Στη λαϊκή συνείδηση πέρασε σαν ο πιο αγαπητός ήρωας το 21, ο ατρόμητος, ο εκρηκτικός, ο αθυρόστομος. Πλήθος βιβλία, θεατρικά έργα, τραγούδια είναι αφιερωμένα στον Γ. Καραϊσκάκη.
Η ταφή του Καραϊσκάκη. Κάρβουνο. Σταμάτης Λαζάρου
Τελευταίο και χαρακτηριστικό το τραγούδι «Καραϊσκάκης» του Νικ. Καλογερόπουλου (στίχοι, μουσική) με ερμηνεία από τον Βασ. Παπακωνσταντίνου. Αναφέρεται σ’ έναν υποτιθέμενο διάλογο του Καραϊσκάκη με τον οπλαρχηγό Πανουργιά σε «Αριστοφανικό» ύφος, το οποίο και στο πνεύμα των αποκριάτικών ημερών αφήνω αλογόκριτο.
Καραϊσκάκης ο Μέγας. Απεικόνιση του Καραϊσκάκη σαν στρατηγού αγίου
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Άκου ρε γιε της καλογριάς, / ο φίλος σου είμαι ο πανουργιάς / και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα / απ’ ολουνούς σε ξέρει.
Λένε πως παίζεις με χανουμάκια, / με τουρκοπούλες και καλογριές / και σ’ αραδιάζουνε βρισιές.
Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες, / με ντερβησάδες στήνεις χορό / και με ρωτάν και τι να πω;
Λένε πως έχεις αλισβερίσι, / μ’ Αλή Πασάδες κάνεις χωριό / και σε ρωτάω τι να τους πω.
Πες τους ρε φίλε πανουργιά, / (ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά, / έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ / και σπάω τα ζεμπερέκια.
Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω / και αν αργήσω δώσ’ τους κι αυτό, / είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο.
Όπως στα λέω να τους τα γράψεις, / όπως στα λέω να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης σεβνταλής, / Καραϊσκάκης μπεσαλής.
Καραϊσκάκης γεια χαρά, / γεια σου ρε γέρο του Μοριά / και γεια που σ’ αγαπάνε.
Γεια τους που δε λυγίζουνε / και που δεν προσκυνάνε.
Λένε για μένα τα καρακόλια, / άκου τι λένε να μη γαμεί, / μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, / όπως τα λέμε να τους τα πεις, / Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
Γεια σου ρε Ανδρούτσο, γεια χαρά, / γεια σας παιδιά μου αητόπουλα, / που ‘χετε αητό πατέρα
κι όποιος δε με κατάλαβε, / τότε ας μας κάνει αέρα.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, / όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.