Του Χρήστου Ντάλα
Ανήκω στους αυγουστιάτικους επισκέπτες του χωριού. Παραμονή για 7-10 ημέρες, κάποια δουλειά να κάνουμε, να δούμε κανένα συγγενή, να μην αφήσουμε και τα πανηγύρια και ξανά στη βάση μας. Μερικοί συνταξιούχοι, όσο τους βαστούν τα πόδια τους, το παρατείνουν σε κάποιους μήνες.
Ωραίο το χωριό αλλά ποιο χωριό. Αυτές τις μέρες βιώνουμε την ερήμωση και εγκατάλειψη των χωριών μας. Έρημοι ολόκληροι συνοικισμοί. Σε άλλους ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι, σχεδόν στο σύνολο τους μεγάλης ηλικίας.
Εγκατάλειψη και των λίγων χωραφιών –ποιος να τα φροντίσει; Κάποια κηπάρια, λίγες ρίζες ελιές, ζαμπέλες σε δένδρα που δεν ανεβαίνονται. Τα περισσότερα χωράφια λόγγοσαν, φύτρωσαν ρείκια και πουρνάρια, τα μονοπάτια που πηγαίναμε έκλεισαν.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αγκομαχάει με τα σκουπίδια και το νερό. Για τα περισσότερα θέματα πρέπει να την αναζητήσεις στην έδρα του Δήμου σε κάποιο μακρινό χωριό. Η Περιφέρεια ανύπαρκτη. Το Κράτος μόνο για τον ΕΝΦΙΑ. Πουθενά κάποιο πρόγραμμα για την δημιουργία έστω λίγων θέσεων εργασίας, που θα κρατήσουν κάποιο ενεργό πληθυσμό.
Οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι στριμώχνουν τις εκδηλώσεις τους -για ποιους;- τις λίγες μέρες περί τον Δεκαπενταύγουστο. Κάθε χωριό και εκδήλωση, κάθε συνοικισμός και πανηγύρι. Στις περισσότερες από αυτές μαζεύονται άνθρωποι οι περισσότεροι όμως από την Άρτα και τα γύρω χωριά για λίγες ώρες -σαν να βγαίνουν σε κάποια ταβέρνα. Αναζητούν κάποιο φολκλορ, στο τέλος όμως καταλήγουν σε κάποιο τσαλαπάτημα χορευτάδικου. Πολύ ντιπιντιπιντάει και λίγα δημοτικά τραγούδια, συνήθως κακοπαιγμένα.
Αυτές τις μέρες έχουν την τιμητική τους και οι υποψήφιοι δήμαρχοι, περιφερειάρχες, βουλευτές -πλησιάζουν γαρ οι εκλογές. Είναι μοναδική ευκαιρία να βρεθεί έτοιμη και μαζεμένη πελατεία.
Διάβασα στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ένα ωραίο άρθρο – συνέντευξη του Τζουμερκιώτη Χρ. Τούμπουρου με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του νέου βιβλίου του “Με την Ηπειρώτικη λαλιά”. Με γλαφυρό τρόπο αλλά και με πόνο περιγράφεται η κατάσταση στα χωριά μας. Σταχυολογώ μερικά αποσπάσματα
Τι είδα στα χωριά μας; «Έρμα μαντριά γεμάτα λύκους». Η καθίζηση των ορεινών περιοχών είναι συνεχόμενη και χαρακτηριστική. Τον Αύγουστο άνοιξαν για καμιά δεκαριά μέρες -μην φανταστείτε περισσότερο- τα σπίτια και από δω και πέρα «δεν υπάρχει πουθενά ψ’χούλα».
Τα Τζουμέρκα «βιώνουν» πολλά χρόνια αληθινή εγκατάλειψη. Χωρίς καμιά υπερβολή. «Φύγαν τα νιάτα τα καλά, φύγανε οι δουλευτάδες, /και καρτεράνε οι γέροντες και κλαίνε οι μανάδες…». Το αποτέλεσμα το λέει η λαϊκή μούσα: «Ρημάξανε τα διάσελα και των χωριών οι στράτες,/πάν’ τα παιδιά στην ξενιτιά και γίνονται εργάτες».
Όσο δεν υπάρχει δημιουργική ζωή -μην ξεχνάτε ότι ο μέσος όρος ηλικίας των κατοίκων του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, σύμφωνα με την τελευταία στατιστική, είναι πάνω από πενήντα εννέα χρόνια και προσωπικά πιστεύω πως αφορά ηλικίες πάνω από εξήντα πέντε- συνεπώς δύσκολα παράγεται και είναι πλέον μάλλον ακατόρθωτο να προάγεται λαϊκός πολιτισμός.
Το δημοτικό τραγούδι εκτελέστηκε στην κυριολεξία στα έξι μέτρα από τους “αοιδούς” -τρομάρα τους- με τα λαμέ πουκάμισα και τα μυτερά παπούτσια. Το κλαρίνο σκούζοντας από τα μαρτύρια που περνάει στα χέρια του κλαρινίστα «προγκάει ακόμη και τους ασβούς».
Σαλαμάντρες, κουρούνες και κοράκια, γκουστέρες και αγριογούρουνα «παρασόλισαν» κυριολεκτικά. Κάποτε βαρούσαμε τα τενεκέδια για να φύγουν οι ασβοί. Τώρα δεν χρειάζεται. Μερίμνησε η ορχήστρα. Τι ο κόκορας από τη Σαμψούντα, τι το ντιμπιτάει, που ακούγεται καμιά χιλιάδα τη βραδιά, τι το μωρό, τι τα καγκέλια και τα μέλια, όλα αυτά συνθέτουν μια «μουσική πανδαισία» που παρομοιάζοντάς την δεν ταυτίζεται ούτε με μια γαυγιτή συναυλία. Το έχω πει και το έχω γράψει και δεν θα βαρεθώ να το επαναλαμβάνω: «Το Ηπειρώτικο πανηγύρι. Η Ηπειρώτικη παράδοση. Αληθινά κακοποιημένες λέξεις».
Στο χωριό μου το Δίστρατο στο απόγειό του τις δεκαετίες ’50-’60 είχαμε πάνω από 600 άτομα και λειτουργούσαν τρία σχολεία. Στην τελευταία απογραφή (2011) καταγράφηκαν 198 άτομα. Ο πραγματικός πληθυσμός λέμε 50 άτομα, στην πραγματικότητα πολύ λιγότεροι. Νέοι καθόλου, ελάχιστοι μέσης ηλικίας, σπίτια του ενός και δύο ατόμων. Εδώ και πάνω από 30 χρόνια κανένα σχολείο κανένας μαθητής. Στο συνοικισμό μου το Τραπεζάκι το 1960 είχαμε 140 άτομα.
Σήμερα από τους τρείς μαχαλάδες, οι δύο έχουν μηδέν μόνιμους κατοίκους. Μόνο ο ένας έχει 5-6 νεαρούς πάνω από εβδομήντα πέντε.
“Έρμα μαντριά γεμάτα λύκους”.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΛΑΣ